Η ελαιοσυγκομιδή και τα λιοτρίβια στα 1850 - 1930
H ελαιοκαλλιέργεια στη Μερόπη δεν ήταν σημαντικός κλάδος της γεωργικής απασχόλησης των κατοίκων, τόσο από άποψη ποσοτήτων, όσο και από άποψη εργασιών. «Η ευλογημένη» ελιά δεν έχει πολλές εργασίες καλλιέργειας. Ένα όργωμα το χρόνο τη φτάνει και λίγο καθάρισμα και λίπασμα. Πολλές φορές ούτε αυτό το όργωμα δεν της έδιναν οι καλλιεργητές της. Γι’ αυτό η μόνη ή η πιο μεγάλη φασαρία της ελιάς ήταν η συγκομιδή, που λόγω του καιρού (από Νοέμβριο μέχρι Γενάρη) γίνεται πιο δύσκολη.
Οι πρώτες ελιές φυτεύτηκαν στο τόπο μας μετά το 1830. Οι ελαιώνες της Μερόπης βρίσκονταν και βρίσκονται πάνω από το χωριό εκατέρωθεν της εθνικής οδού Τσακώνας - Καλαμάτας. Υπάρχουν βέβαια ελιές και μέσα στην έκταση του χωριού και κάτω από το χωριό. Είναι γνωστό ότι η καλύτερη ποιότητα λαδιού βγαίνει πάνω από το χωριό, γιατί το ελαιόδεντρο θέλει στεγνό και όχι υγρό τόπο.
Όταν, λοιπόν , κατά το Νοέμβριο, άρχιζε η συγκομιδή της ελιάς, οι γεωργοί «καιροφυλακτούσαν» όλοι να έρθουν καλές μέρες και να ριχτούν με εργάτες, με γυναίκες - μαζώχτρες και ραβδίστριες - πολλές φορές και με "δανικαριά" (με αλληλοβοήθεια της μιας οικογένειας προς την άλλη), ώστε να μαζευτεί γρήγορα ο καρπός , πριν πιάσουν οι μεγάλες και ατελείωτες βροχές, και να σταλεί στα λιοτρίβια.
Η μεγάλη γραφικότητα της ελαιοσυγκομιδής τα παλιά χρόνια ήταν η αποστολή του καρπού στο λιοτρίβι και η εξαγωγή του λαδιού μέσα σ’ αυτό. Τότε τα ελαιοτριβεία ήταν εξολοκλήρου χειροκίνητα και αλογοκίνητα. Αλογοκίνητο ήταν το «λιθάρι» που συρόταν από το άλογο γύρω - γύρω, όπως στο μαγκανοπήγαδο κι έσπαζε τις ελιές. Χειροκίνητο ήταν το πιεστήριο, που το δούλευαν άνθρωποι, γυρίζοντας πέρα - δώθε ένα κυπαρισσόκορμο. Το πιεστήριο συνδεόταν με έναν όρθιο περιστρεφόμενο άξονα, τον «εργάτη», που ολόγυρά του τυλίγονταν και ξετυλίγονταν ένα χοντρό καραβόσκοινο με το «βίντζι». Το βίντζι, συνδεόταν με τον κυπαρισσόκορμο του πιεστηρίου για να το κατεβάζει και να αυξάνει τη πίεση.
Αργότερα τα πιεστήρια έγιναν υδραυλικά και καταργήθηκε ο «εργάτης» και οι εργάτες που δούλευαν σ’ αυτόν. Πιο αργότερα καταργήθηκαν και τα άλογα, γιατί ήρθαν οι πετρελαιομηχανές και κινούσαν αυτές τα λιθάρια. Με τον καιρό η όλη εγκατάσταση και λειτουργία των λιοτριβιών άλλαξε και το λιοτρίβι πήρε το όνομα εργοστάσιο και όλα γίνονταν πιο γρήγορα, πιο καλά, πιο καθαρά και πιο άκοπα για τους εργάτες και για τους ίδιους τους παραγωγούς.
Αξίζει εδώ να περιγράψουμε με λίγα λόγια πως ήταν και πως λειτουργούσαν τα παλιά χειροκίνητα και αλογοκίνητα λιοτρίβια. Κατ’ αρχήν πρέπει να τα φανταστούμε σαν κτίσματα: Μπαίνοντας μέσα, δεξιά ή αριστερά ήταν το «παχνί» όπου στεκόταν και ξεκουραζόταν και έτρωγε το άλογο. Στην άλλη πλευρά - γωνία ήταν μία ή δύο ή τρεις θέσεις - βραγιές - επί του εδάφους που ρίχνονταν ο ελαιόκαρπος σε σωρούς. Οι θέσεις αυτές χώριζαν τον καρπό του ενός νοικοκύρη από τον καρπό του άλλου.
Στη μέση του λιοτριβιού (όλου του χώρου - αποθήκης) ήταν ένα ψηλό λιθόχτιστο αλώνι πλακοστρωμένο, ελαφρά γυρτό προς τα μέσα, αλλά στο κέντρο επίπεδο για να γυρίζει το λιθάρι. Επειδή πάνω σ’ αυτό το πέτρινο αλώνι γύριζε το λιθάρι, όλο το τμήμα αυτό του λιοτριβιού λεγόταν «λιθάρι». Στη μέση αυτού του αλωνιού υψωνόταν όρθιος ένας άξονας και από αυτόν ένας άλλος κάθετα (οριζόντια) αυτού, που έμπαινε στο κέντρο του κυκλικού λιθαριού. Ο τελευταίος άξονας προχωρούσε γυρτός και έβγαινε έξω από την περιφέρεια του αλωνιού. Εκεί έστεκε το άλογο, όπου με μια λαιμαριά και τα ανάλογα λουριά το έδεναν στο «λιθάρι».
Όταν ερχόταν η ώρα να αλέσει το λιθάρι, ο αλογάτορας έβαζε τον καρπό επάνω στο αλώνι γύρω - γύρω στη γυρτή προς τα μέσα επιφάνειά του. Έδινε μια βιτσιά στο άλογό του, κι αυτός από πίσω τρέχοντας με το φτυάρι στο χέρι έριχνε λίγο - λίγο τον καρπό μπροστά στο λιθάρι («τάιζε το λιθάρι»), στην επίπεδη επιφάνια του αλωνιού.
Για να γίνει καλύτερη και γρήγορη η σύνθλιψη του καρπού, έπρεπε το άλογο να τρέχει και εδώ ακριβώς ήταν η γραφικότητα του λιοτριβιού που ξετρέλαινε τα παιδιά. Ο αλογάτορας βίτσιαζε και χούγιαζε το άλογο να τρέχει, περνούσε τη βίτσια πίσω στο σβέρκο του ή στο ζουνάρι του, για να λευτερώσει τα χέρια του, κι άρπαζε το φτυάρι για να «ταΐζει» το λιθάρι. Όταν όλος ο καρπός ριχνόταν στο λιθάρι, συνθλιβόταν καλά και γινόταν τέλειο το «χαμούρι», σταματούσε το άλογο για να φάει και να ξεκουραστεί στο παχνί του. Ο αλογάτορας με ειδικό σκαφιδάκι πήγαινε το «χαμούρι» και το άδειαζε σε ειδική μεγάλη κασόνα που ήταν κοντά στο πιεστήριο.
Πίσω από την θέση του «λιθαριού», ή στην άλλη πλευρά του λιοτριβιού, ήταν τα υπόλοιπα τμήματα: δεξιά ή αριστερά ήταν η φωτιά με το μεγάλο καζάνι για το «θερμό», απαραίτητο για το μεγάλο καθάρισμα του λαδιού. Εκεί καίγονταν τεράστια κούτσουρα ελιάς. Πιο πέρα, με μέτωπο προς το «λιθάρι» ή και όχι, ήταν στημένο το πιεστήριο και μπροστά του η σκάφη για να πέφτει το λάδι. Εκεί κοντά ήταν και η μεγάλη κασόνα που έριχναν το χαμούρι. Έπαιρναν το χαμούρι από την κασόνα, γέμιζαν τα τσαντήλια και τα τοποθετούσαν το ένα πάνω στο άλλο στο πιεστήριο. Έπειτα κατέβαζαν το πιεστήριο με το κυπαρισσόκορμο δυο και τρεις εργάτες μαζί. Επειδή όμως η πίεση και πάλι δεν ήταν αρκετή, έδεναν το ξύλο με ένα χοντρό καραβόσκοινο και το γύριζαν γύρω από τον «εργάτη», που είχε τρύπα στη μέση όπως είπαμε, και έμπαινε κι εκεί ένα κοντό χοντρό καδρόνι. Πάνω σε αυτό το καδρόνι έριχναν το στήθος τους δυο λαδωμένοι σαν ποντίκια εργάτες, προσπαθώντας να μαζέψουν όσο ήταν δυνατόν περισσότερο το καραβόσκοινο και να δώσουν μεγαλύτερη πίεση στο πιεστήριο. Όταν ολοκληρωνόταν η πίεση και άκουγαν τη λέξη «μάϊνα» από τον καραβοκύρη, το παράταγαν κι έπεφταν σαν τσουβάλια πάνω στα «λιοκόκκια» για να ξεκουραστούν. Πρέπει να τονίσουμε ότι τα δύο γραφικότερα σημεία του λιοτριβιού ήταν το «λιθάρι» και ο «εργάτης».
Έπειτα από την πίεση των τσαντηλιών, αδειάζονταν τα «λιοκόκκια» και συνεχιζόταν όλη η διαδικασία από την αρχή, ώσπου τελείωνε ο καρπός του νοικοκύρη για να γίνει ο «μέτρος» από τον «καραβοκύρη». Επειδή τούτο γινόταν σε απρόβλεπτη ώρα, μέρα ή νύχτα, και έπρεπε στη συνέχεια να ρίξει άλλος νοικοκύρης τον καρπό του, έβγαινε στη πόρτα του λιοτριβιού ένας εργάτης με ένα χωνί στο στόμα και καλούσε το νοικοκύρη που τέλειωσε ο καρπός για το «μέτρο» και τον επόμενο για να παραβρεθεί στο ρίξιμο του δικού του καρπού (αυτό ήταν και μια έμμεση ειδοποίηση για να φέρει την «τσίτσα» με το κρασί, σύκα, καρύδια και ότι άλλο καλύτερο είχε η νοικοκυρά».
Επικεφαλής της όλης εργασίας του λιοτριβιού ήταν ο «καραβοκύρης» που πιθανόν να είχε αυτό το όνομα από το «καραβοκύρης» του καραβιού, ο αρχηγός, ο καπετάνιος. Έπρεπε να είναι άνθρωπος της εμπιστοσύνης του ιδιοκτήτη, να ξέρει να μιλάει καλά και πειστικά στους πελάτες, να ξέρει λίγο να... κλέβει για λογαριασμό του αφεντικού και να ξέρει να τους ευχαριστεί όλους.
Η όλη διαδικασία της ελαιοπαραγωγής τελείωνε με τη μεταφορά του λαδιού με τουλούμια στη «ζάρα» του σπιτιού, που περίμενε καθαρή να δεχτεί τη νέα σοδειά. Αν και δεν είχαμε παλιά στη Μερόπη μεγάλες ποσότητες λαδιού, ωστόσο η χαρά του οικογενειάρχη, και των άλλων μελών, ήταν μεγάλη. Ένιωθε πολλή σιγουριά και ζεστασιά, όταν έβλεπε τις ζάρες του γεμάτες λάδι. Γιατί το λάδι τρώγεται ατόφιο, δεν είναι σαν τη σταφίδα και τα σύκα. Και τρώγεται αλλά και φώτιζε παλιά. Όποιος είχε το λάδι του και το ψωμάκι του, είχε τα βασικά, δε φοβόταν. Έπειτα τα αγροτικά σπίτια, τότε, είχαν και κάτι άλλο: το παστό τους, το τυρί τους, τις κότες τους, τα λάχανά τους κλπ. Γι’ αυτό η καλή παραγωγή λαδιού έκλεινε και χαιρετιζόταν και με τις περίφημες «κουταλίδες», ή «λαλαγγίτες» που τρώγονταν με ζάχαρη ή μέλι ή και πετιμέζι και ήταν των παιδιών η μεγάλη γιορτή, αλλά και των μεγάλων απαραίτητο έθιμο για «καλή χρονιά» και για καλύτερη σοδειά του χρόνου