Η ιστορία του καφέ στην Ελλάδα
Η ιστορία του καφέ στην Ελλάδα αρχίζει απο τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η Ελλάδα, σαν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δοκιμάζει τον καφέ πρίν από την υπόλοιπη Ευρώπη. Ιδιαίτερα οι Ελληνες της Κωνσταντινούπολης, της Θεσσαλονίκης και γενικά της Βορείου Ελλάδος πρώτοι γνωρίζουν και συνηθίζουν τον καφέ μαζί με τους Τούρκους. Στην Θεσσαλονίκη του 17ου αιώνα σύμφωνα με τις πηγές, υπάρχουν περισσότερα από 300 καφενεία όπου συχνάζουν Ελληνες και Τούρκοι, ενώ μεγάλο αριθμό καφενείων συναντά κανείς και σε άλλες πόλεις, όπως τις Καβάλα, Δράμα κ.α.
Στην Αθήνα και τις πόλεις της Νοτίου Ελλάδος τα καφενεία εμφανίζονται αργότερα. Στην αρχή είναι μικρά και συχνάζουν σε αυτά μόνο Τούρκοι, σταδιακά όμως η πελατεία τους εμπλουτίζεται και με Ελληνες. Σύμφωνα με τον Παπαδιαμάντη, από το 1760 η συνήθεια του καφέ μεταδίδεται και στην υπόλοιπη Ελλάδα με αφετηρία πάντα την Κωνσταντινούπολη.
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα τα καφενεία κάνουν και τη δουλειά του καφεκόπτη, δηλαδή προμηθεύονται πράσινο ακατέργαστο καφέ και αφού τον καβουρδίσουν, τον αλέθουν σε μικρούς χειροκίνητους μύλους. Το καβούρδισμα γίνεται μέσα σε ειδικά τηγάνια που είναι καλυμμένα με μεταλλικό καπάκι και έχουν χερούλι για το συνεχές ανακάτεμα οτυ καφέ.. Μπορεί να γίνει επίσης με περιστροφικό ψήσιμο, σε κύλινδρο που λειτουργεί όπως ακριβώς ο οβελίας του Πάσχα. Το άλεσμα του καφέ γίνεται είτε με χειροκίνητους μύλους, είτε με τη μέθοδο του κοπανίσματος. Τα μεγάλα καφενεία μάλιστα έχουν έναν υπάλληλο που έχει σαν αποκλειστική του απασχόληση το κοπάνισμα του καφέ, εργασία που γίνεται στην είσοδο του καφενείου για την προσέλκυση της πελατείας.
Μέχρι το 1900 περίπου δεν υπάρχουν ειδικά καταστήματα για την πώληση του καφέ. Η εισαγωγή γίνεται από εισαγωγείς ειδών Γενικού Εμπορίου μαζί με την ζάχαρη, το κακάο, το τσάι και άλλα είδη διατροφής. Από τους εισαγωγείς ο καφές διοχετεύεται στην κατανάλωση μέσω των καταστημάτων λιανικής πώλησης τροφίμων, των γνωστών "μπακάλικων". Οι νοικοκυρές αγοράζουν όπως και τα καφενεία τον καφέ σε πράσινη μορφή και τον επεξεργάζονται στο σπίτι, προσθέτοντας μάλιστα και λίγο σιτάρι , κριθάρι ή ρεβίθι για να διαρκέσει περισσότερο, αφού ο καφές είναι πολύ ακριβός για το μέσο εισόδημα της εποχής.
Τα πρώτα ειδικά καταστήματα για τον καφέ, τα λεγόμενα Καφεποιεία, που γρήγορα μετονομάζονται σε Καφεκοπτεία, εμφανίζονται στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ο αιώνα και ασχολούνται αποκλειστικά με την εισαγωγή, επεξεργασία και πώλησης του καφέ έτοιμου για κατανάλωση. Απο τα πρώτα Καφεκοπτεία της Αθήνας είναι ο "Οικος Μπέλκα" στην Πλατεία Δημοτικού Θεάτρου (σημερινή Πλατεία Κοτζιά) και το καφεκοπτείο Ανδρέα Ριζόπουλου στην ίδια περιοχή. Το 1914 ανοίγει το καφεκοπτείο Μισεγιάννη - Μάστορη στην αρχή της οδού Σκουφά στο Κολωνάκι, ενώ το 1920 ανοίγει το πρώτο καφεκοπτείο Λουμίδη στον Πειραιά.
Την δεκαετία του 1920, το Καφεκοπτείο Μισεγιάννη, μετά από παραγγελία του ξενοδοχείου "Μεγάλη Βρετανία" εισάγει στην ελληνική αγορά τον Γαλλικό Καφέ και στη συνέχεια και όλα τα υπόλοιπα είδη καφέ που συνηθίζονται στην Ευρώπη. Στην δεκαετία του 30 ανοίγουν πολλά καφεκοπτεία, ενώ κατά την διάρκεια της κατοχής του 1940-44, λόγω έλλειψης του είδους, όσα κατορθώνουν να επιβιώσουν ασχολούνται με την επεξεργασία υποκατάστατων του καφέ ( ρεβίθι, κριθάρι, λούπινο) και παράλληλα με το εμπόριο διαφόρων ειδών, μη σχετικών με τον καφέ.
Μετά την απελευθέρωση αρχίζει μια περίοδος σκληρών κυβερνητικών παρεμβάσεων στην τιμή του καφέ, για συναλλαγματικούς λόγους, που έχει σαν αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας του προσφερόμενου ελληνικού καφέ και τη στροφή του καταναλωτή προς τον νεοεμφανισθέντα, και χωρίς κανένα έλεγχο τιμής στιγμιαίο καφέ. Καφενεία, Κυλικεία, Καφετέριες, καταστήματα Τροφίμων παραμερίζουν τον ελληνικό καφέ - που σιγά-σιγά περιθωριοποιείται - και προωθούν τον στιγμιαίο γιατί τους προσφέρει μεγαλύτερο κέρδος. Μόλις την δεκαετία του 80 αρχίζει η ομαλοποίηση της Αγοράς και επιστροφή στις καλές ποιότητες καφέ, αλλά η μεγάλη ζημιά έχει ήδη γίνει, ιδιαίτερα δε στην νεολαία που έχει πια συνηθίσει τον στιγμιαίο καφέ, ένα προιόν φυσικοχημικής επεξεργασίας, γνωστό ότι βλάπτει την υγεία του ανθρώπου (καρδιά, νεύρα, στομάχι).
Σήμερα στην Ελλάδα η αγορά του καφέ έχει ομαλοποιηθεί πλήρως και μπορεί κανείς να απολαύσει οποιοδήποτε είδος και ποικιλία καφέ επιθυμεί.
Η ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕ
Ο καφές - ποικιλία Αράμπικα- ανακαλύφθηκε στα υψίπεδα της Αιθιοπίας και της Υεμένης τον 6 ο αιώνα μ.Χ. Μέχρι και τον 16 ο αιώνα καλλιεργούταν αποκλειστικά σε αυτές τις δύο χώρες.
Το 1600 ένας Ινδός Μουσουλμάνος ονόματι Μπάμπα Μπουντάν μετέφερε παράνομα σπόρους καφέ στην επαρχία της Μυσόρης στην Ινδία, όπου και αρχίζει συστηματική καλλιέργεια.
Μεταξύ 1620 και 1660 οι Ολλανδοί μετέφεραν σπόρους από την Ινδία και έστησαν φυτείες στις αποικίες τους στην Ιάβα και την Κευλάνη.
Γύρω στο 1700, ο καφές εισήχθη στην αυλή του Λουδοβίκου του 14 ου από τον Τούρκο πρέσβη Σουλειμάν Αγά. Το 1720 ένας αυλικός ονόματι Ματιέ ντε Κλιέ μετέφερε -μάλλον παράνομα- σπόρους στην αποικία της Μαρτινίκας όπου επίσης στήνεται σημαντική φυτεία. Ακολουθούν και άλλες αποικίες της Καραιβικής -μεταξύ των οποίων και η Γαλλική Γουιάνα- αλλά και η Ρευνιόν στον Ινδικό Ωκεανό.
Το 1727 ένας Βραζιλιάνος αντισυνταγματάρχης γοητεύει την γυναίκα του κυβερνήτη της Γαλλικής Γουιάνας και καταφέρνει να της αποσπάσει φυτά καφέ που μεταφυτεύει στην πατρίδα του. Μέσα στον επόμενο αιώνα η Βραζιλία γεμίζει φυτείες και μετά από την καταστροφή των φυτειών σε Ινδία, Κευλάνη και Ινδονησία το 1860 από μικρόβιο γίνεται η αδιαμφισβήτητη κυρίαρχος στην παγκοσμια παραγωγή.
Μεταξύ 1890 και 1930 επιχειρείται η διείσδυση του καφέ στην Δυτική Αφρική όπου και ανακαλύπτεται η αυτοφυής ποικιλία Ρομπούστα στις Δυτικες ακτές του Ζαίρ.
Το πρώτο μισό του 20ου αιώνα η καλλιέργεια του Αράμπικα εξαπλώνεται στην Λατινική Αμερική, από το Μεξικό και την Γουατεμάλα ως την Κολομβία και το Περού.
Το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η Ρομπούστα εξαπλώνεται σε Δυτική και Νότια Αφρική και αναβιώνει τις φυτείες σε Ινδία, Ινδονησία και Ινδοκίνα.