top of page

Επαγγέλματα που χάνονται στο χρόνο

 



Ο Ρινιαστής



ΕΡΙΝΟΙ λέγονται τα αρσενικά σύκα [οι ορνιοί] που βάζουν οι συκοπαραγωγοί στις συκιές για να γονιμοποιηθούν και να κάνουν σύκα. Αυτά είναι σύκα που τα παίρνουν από αρσενικές συκιές ή αγριοσυκιές και τα περνούν σε κλωστές για να είναι εύκολο το κρέμασμα στις κανονικές [θηλυκές] συκιές. Έτσι όταν οι έρινοι ξεραθούν σκάζουν και βγαίνουν από αυτούς τα ωάρια της γονιμοποίησης που με τα έντομα και τον αέρα γονιμοποιούν τα άλλα. Οι άνθρωποι αυτοί που μάζευαν, αποθήκευαν και πωλούσαν τους ορνιούς ή ερινιούς λέγονταν ερινιαστές ή ρινιαστές.


Ο ξυλοκερατάς



Ο ξυλοκερατάς ήταν ειδικός στην επεξεργασία των κεράτων των ζώων και ιδίως των κριαριών. Όταν πάρουμε κάποιο κέρατο από ζώο και ιδίως από κριό, επειδή αυτό έχει σαν συστατικό το βούτυρο και την κερατίνη και άλλα υλικά, και το ζεστάνουμε αυτό γίνεται εύπλαστη ύλη. Έτσι ο τεχνίτης μπορεί να κάνει κοχλιάρια κοινώς χουλιάρια ή κουτάλια, πιρούνια, τσατσάρες, κουμπιά και ότι άλλο σοφιστεί εκείνη τη στιγμή. Το πελέκημα που κάνει σε αυτά τα κέρατα μπορεί να είναι ένα σκάψιμο για να γίνει κάποιο κουτάλι που θέλει πλατύ κεφάλι .Αυτό γίνεται με αιχμηρό εργαλείο, φαλτσέτα ή κοφτερό μαχαίρι. Αυτά τα υλικά από το κέρατο, μπορούσαν να συνδυαστούν και με ξύλινη λαβή , καμιά φορά για οικονομία στα μαχαίρια και στα πιρούνια... Πολλές φορές ατόφια ε χρησιμοποιούντο για λαβές σπαθιών, κρητικών μαχαιριών, κατασκευές χτενών και πολλών άλλων διακοσμητικών ειδών. Στην αρχαιότητα χρησιμοποιούσαν χαυλιόδοντες από αγριογούρουνα, όπως και ελεφαντόδοντο .Πολλά είδη στολισμού των γυναικών στην αρχαιότητα, όπως τα περιδέραια ήταν από κόκαλα, όπως και πολλά γεωργικά εργαλεία. Αρα δεν είναι των τελευταίων ετών η δουλειά του ξυλοκερατά.



Ο Σαματατζής

























Ο σαματατζής ήταν πληρωμένος ταραξίας δημοσίων συγκεντρώσεων είτε από κάποια πολιτική ή συντεχνιακή παράταξη είτε μεμονωμένο υποψήφιο, έτσι που να είναι έτοιμος να δράσει σε κάποια δεδομένη στιγμή. Όταν ο εκπρόσωπος κάποιας παράταξης δυσκολευτεί να συνεχίσει σε κάποια κόντρα, ο σαματατζής θα επέμβει με φωνές και ακατονόμαστες φράσεις που να διεγείρει το θυμό των άλλων, ώστε να διακοπεί η συνεδρίαση. Θα μπορούσε να ήταν και ομάδα σαματατζήδων και όχι ένας.Τέτοιες ομάδες δεν είχαν ιδεολογία αλλά ήταν ευκαιριακοί χειροκροτητές, τοιχοκολλητές, αβανταδόροι και παρατρεχάμενοι. Κινδύνευαν καμιά φορά να παρεξηγηθούν, να στριμωχτούν και να φάνε ακόμη και ξύλο. Μα και αυτό ήταν στο πρόγραμμα. Βλέπεις τα αγαθά «κόποις κτώνται» που λέγανε και οι Αρχαίοι ημών πρόγονοι. Μα θα μου πείς είναι δουλειά αυτή βρέ φίλε. Προκειμένου να είσαι σαν τους άλλους που τρώνε ξύλο στα κέντρα διασκεδάσεως γιατί χαλάνε την παραγγελιά, είναι προτιμότερο να χαλάς μια συγκέντρωση που στο κάτω - κάτω μπορείς να φας ή και να δώσεις ξύλο. Ο καρπαζοεισπράκτορας, ήταν αυτός που μάζευε καρπαζιές από υποτίθεται παλικαράδες. Έτρωγε τις καρπαζιές του και αργότερα έπαιρνε τα λεφτά του.Αν θα τους ρωτούσαν όλους αυτούς που περιγράψαμε, τί επάγγελμα κάνουν θα μας απαντούσανε με στόμφο:ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ.Αυτό ακριβώς ήταν. Επιχειρούσαν και ότι βγεί.



Κολαουζέροι



Οι κολαουζέροι ήταν επιφορτισμένοι με το μέτρημα του χρόνου που χρειαζόταν κάποιος βουτηχτής σφουγγαριών να παραμείνει στη θάλασσα. Δεν είχαν ρολόγια για να μετρούν τον χρόνο, αλλά είχαν την γνωστή μας κλεψύδρα. Η κλεψύδρα είναι διπλό γυάλινο δοχείο που έχει δύο κοιλιές. Για να μετρήσουν τον χρόνο γεμίζουν με νερό την μιά κοιλιά και την αναποδογυρίζουν για να μεταφερθεί το νερό με το σταγονόμετρο που λέγανε, στην άλλη. Η αντίστροφη θέση της κλεψύδρας χρειαζόταν πάλι τον ίδιο χρόνο. Στην αρχή ήταν πήλινα δοχεία, αργότερα έγιναν γυάλινα και τελευταία από διαφανές υλικό. Τώρα δε χρειάζονται γιατί τον χρόνο τον μετράμε με ρολόγια. Αλλες κλεψύδρες δούλευαν με ψιλή άμμο ή χρωματιστά υγρά. Ο κολαουζέρης, κατά διαταγή του αφεντικού του, όταν μάλιστα είχαν βρεί καλό πάγκο και έβγαζαν πολλά σφουγγάρια, παρέτεινε το χρόνο παραμονής του σφουγγαρά στη θάλασσα. Τούτο είχε σαν συνέπεια να παθαίνουν πολλές ζημιές οι βουτηχτάδες από τη νόσο των δυτών. Για να γίνει καλά κάποιος δύτης που είχε πάθει ζημιά έπρεπε να πάθει και δεύτερο τράνταγμα για να επανέλθει στα συγκαλά του. Μαντζαρόλι λεγόταν το άδειασμα της κλεψύδρας. Η φράση και στον κολαουζέρη κρέμεται η ζωή μας τα λέει όλα. Σήμερα εμείς λέμε για κάποιον που μας παρακολουθεί. Μας παριστάνει τον κολαούζο, ή για κολαούζο σε πείραμε και όχι για κολαουζέρη.



Γουναράς Αλεπούς και Ατσίδα



Ο ατσίδας είναι είδος κουναβιού με πολύ δυνατή όσφριση. Ετσι εντοπίζει εύκολα τη νύχτα τις κότες που όταν τις βρεί τις πνίγει και τους ρουφάει το αίμα.Είναι παμφάγο και τρώει σταφίδες σύκα και όλα τα φρούτα που υπάρχουν στους κήπους. Πιό πολύ μοιάζει με το κουνάβι ή το σκίουρο [γκρί-καφετί]. Πιανότανε με δόκανο στο χιονιά, με δόλωμα σύκο ή κρέας. Ο κυνηγός τον έπιανε και τον έγδερνε. Πούλαγε το δέρμα για τη γούνα που έβαζαν οι γυναίκες στα παλτά [μινγκ]. Γιά την αλεπού είχαμε ειδική άδεια από τα Δασαρχεία και Νομαρχίες να τη σκοτώνουν γιατί ήταν στα επικυρηγμένα ζώα. Ετσι οι κυνηγοί έστηναν καραούλι να σκοτώνουν επικυρηγμένα ζώα. Πήγαιναν τα πόδια ή τις ουρές και τις παρουσίαζαν στα τοπικά γραφεία. Επαιρναν το χαρτζιλίκι και ευχαριστημένοι έφευγαν. Το ίδιο γινόταν και με άγρια πουλιά, όπως καρακάξες, κίσσες, κοράκια και κουφογερακίνες. Ολα αυτά ήταν αρπαχτικά και έτρωγαν τα κοτόπουλα. Ευτυχώς που εναντιώθηκαν διάφορες Οικολογικές οργανώσεις και μείς σήμερα μπορούμε να δούμε κάποιο που περίσσεψε από τότε και που κινδυνεύει σήμερα πολύ περισσότερο από τα φυτοφάρμακα. Τις ουρές τις έπαιρναν γουναράδες και έκαναν διάφορες γούνες. Οι πιό καλές ουρές των αλεπούδων είναι οι Καναδέζικες. Από τα υπολείματα αυτών των κοματιών κάποιοι άλλοι επιτήδιοι [ατσίδες] έκαναν διάφορα μικροσκοπικά ζωάκια. Αυτά τα έβαζαν σε σελοφάν και τα πουλούσαν στα ζαχαροπλαστεία και σε άλλα καταστήματα σαν είδη δώρων. Αυτό το εμπόριο το είχα κάνει κι εγώ όταν πρωτοξεκίνησε στην Αθήνα από τον Στέλιο Τζανταρμά που το εμπνεύστηκε. Το κακό με αυτόν ήταν ότι έπαιρνε γούνες γυναικών γιά διόρθωμα και στο τέλος οι γούνες γίνονταν σκυλάκια



Ο Καπνοδοχοκαθαριστής































Ο καθαριστής της καμινάδας ήταν παλιός επαγγελματίας που κατά τη δουλειά του ανήκε στη μαύρη φυλή και όταν πήγαινε στο σπίτι του και πλενόταν ήταν στη λευκή.Ο καθαριστής ή μάλλον οι καθαριστές, γιατί ήταν δυό και τρείς, ήταν ειδικοί στον καθαρισμό της καπνιάς της καμινάδας των σπιτιών, γραφείων, δημοσίων χώρων, ταβερνών, φούρνων και αλλού. Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν ήσαν πρωτόγονα γιατί δεν υπήρχαν τα σημερινά βοηθήματα. Είχαν σκοινιά, αφάνες, τσαλιά, πανιά ξύστρες, σκάλες και γάντζους. Πήγαιναν σε κάποια οικοδομή και άρχιζαν την εργασία τους.Εκαναν αναγνώριση του χώρου. Κάποιος ανέβαινε στην κορυφή της καμινάδας και κρεμούσε ένα σκοινί. Ο άλλος που ήταν κάτω στο τζάκι, έδενε από το σκοινί τα φρόκαλα, τσαλιά, αφάνες και όσα άλλα είχε που θα μπορούσαν να ξύσουν την κάπνα που υπήρχε στο εσωτερικό της καμινάδας.Η μουτζούρα έπεφτε στο τζάκι και την μάζευαν και την έδειωχναν από αυτό. Επειδή πολλές φορές η κάπνα ήταν λαδωμένη και έπεφτε επάνω τους, δεν έβγαινε χωρίς σαπούνι. Επρεπε να πάνε στα σπίτια τους, να πληθούν με καφτό νερό για να βγεί. Δεν χρειαζόταν να τον ρωτήσεις τί δουλειά έκανε γιατί από τα ρούχα του και τη μουτζούρα του καταλάβαινες ότι ήταν καθαριστής μουτζούρας, καπνιάς καμινάδας και όχι μπαρουτοκαπνισμένος


Ο Ντιβανάς [για συρμάτινα ντιβάνια]



Ντιβανάς είναι ο κατασκευαστής ντιβανιών, κρεβατιών με συρματένιο δίκτυ. Επίσης, είναι και ο επιδιορθωτής ντιβανάς. Εμείς αυτόν θα περιγράψουμε που γύριζε στις γειτονιές με ένα ζεμπίλι με μια κουλούρα σύρμα, δύο τανάλιες, πένσες, καρφιά, σφυριά και μερικά άλλα εξαρτήματα. Στις γειτονιές που πήγαινε φώναζε και ξαναφώναζε ο ντιβανάς "ντιβάνια επισκευάζω" και ότι άλλο του ερχόταν στο μυαλό. Ήταν δύσκολη δουλειά γιατί τα ντιβάνια έστω και χαλαρωμένα χρησιμοποιούνται. Δεν είναι σαν τα πάνινα που σκίζονταν και έπεφτες στο πάτωμα. Η κυρά έβγαζε στην αυλή το ντιβάνι και αυτός σαν ειδικός του έριχνε την πρώτη ματιά και έκοβε ταρίφα. Μαντάμ να του βάλουμε ανοξείδωτο ή γαλβανιζέ σύρμα που να μη κόβεται και να μη σκουριάζει. Άμα είναι έτσι πάει τόσο, άμα είναι αλλιώς πάει τόσο κ.λ.π. Η συμφωνία κλεινότανε και ο τεχνίτης μάστορας άρχιζε τη δουλειά. Εσφιγγε με κάποια μέγγενη τις άκρες, που τις τέντωνε να πάρουν την ευθεία του κρεβατιού και να μην κάνουν γούβα. Αυτό ήταν το στιμόνι που λένε στον αργαλειό. Μετά έπαιρνε τα κάθετα σύρματα [υφάδια] και τα τέντωνε και αυτά και τα κάρφωνε στις σανίδες. Έβαζε και το στρώμα και έτσι η κυρά μπορούσε να κοιμηθεί και επί τέλους να τεντώσει τα πόδια της. Σήμερα και αυτός έχασε τη δουλειά του γιατί τα κρεβάτια είναι ξύλινα και κάτω από το στρώμα υπάρχουν σανίδες.Τα στρώματα είναι πολύ καλά, ανατομικά και έτσι έπαψε η ταλαιπωρία με τα σύρματα που λύγιζαν και που καμιά φορά τρυπούσαν και τα στρώματα.



 





 


Ο Σαλεπιτζής














Ένας από τους γραφικότερους πλανόδιους επαγγελματίες της παλαιότερης εποχής ήταν ο σαλεπιτζής. Στην τούρκικη γλώσσα salep σημαίνει σαλέπι και salepci o παρασκευαστής και πωλητής του ποτού, ο σαλεπιτζής.
Το σαλέπι είναι σκόνη από αποξεραμένους βολβούς διαφόρων ορχεοειδών. Η σκόνη βράζεται με ζάχαρη η μέλι και αρωματίζεται με πιπερόριζα. Το ομώνυμο ποτό είναι θρεπτικό λόγω του αμύλου και της γόμας που περιέχει καθώς και θερμαντικό λόγω της παχύρρευστης μορφής του.
Το στέκι του ο σαλεπιτζής το διάλεγε με βάση τις περιοχές που σύχναζαν οι ξενύχτηδες και εκείνοι που άρχιζαν τη δουλειά τους αξημέρωτα (οικοδόμοι, εργάτες κλπ). Θυμάμαι πριν από πολλά χρόνια κάποιες φορές όταν τύχαινε να ξενυχτήσουμε, κατεβαίναμε στην Πλ. Ομονοίας για να αγοράσουμε την εφημερίδα της επομένης ημέρας (πάντα τις έβρισκες πρώτα στα περίπτερα του κέντρου) και μετά αναζητούσαμε τον σαλεπιτζή για ένα ρόφημα που σε βοήθαγε να ξεχάσεις την παγωνιά της νύχτας.
Εκεί στο στέκι του, όση ώρα αυτός ετοίμαζε το ζεστό ρόφημα, δημιουργούσε ένα κλίμα ευθυμίας αλλά και αντιπαραθέσεων, προκαλώντας τους πελάτες που περίμεναν μέσα στην παγωνιά, και θίγοντας θέματα που αφορούσαν την πολιτική επικαιρότητα, την καθημερινότητα και οτιδήποτε ήταν ικανό να “ανάψει τα αίματα”. Ετσι οι θαμώνες ζεσταίνονταν έως ότου εκείνος ολοκληρώσει την παρασκευή του θαυματουργού ροφήματος.
Ο σαλεπιτζής ήταν από τους γραφικούς τύπους. Ντυμένος στά άσπρα, φορούσε έναν ψηλό σκούφο όπως αυτός του μάγειρα, τα σκεύη που χρησιμοποιούσε ήταν μπρούτζινα, πολύπλοκα αλλά συνήθως καλογυαλισμένα και πεντακάθαρα. Τα μετέφερε κρεμασμένα από τους ώμους του στα άκρα ενός ξύλινου κομματιού όπως αυτό που βλέπετε στην εικόνα του background.
Το επάγγελμα του σαλεπιζτή είναι ένα από τα επαγγέλματα που εξαφανίζονται. Ομως θα έλεγα πως τα στέκια που δημιουργούνταν με την παρουσία του αποτέλεσαν ένα είδος πρώιμου/πρόχειρου υπαίθριου “καφενείου” όπου οι θαμώνες είχαν την ευκαιρία να ένημερωθούν για την επικαιρότητα αλλά και να ανταλλάξουν τις απόψεις τους.


Ο Λατερνατζής

Ο λατερνατζής γυρνούσε τη μανιβέλα της “ρομβίας” και έπαιζε το “Τεζόρο μίο” πλάι στα γερτά ξύλινα πατζούρια.
Η λατέρνα είναι ένα αυτόματο μουσικό όργανο που αν και ογκώδες δεν χρησιμοποιείται μόνο σε κλειστούς χώρους αλλά συχνά μεταφέρεται σε ανοιχτούς χώρους, πλατείες και γειτονιές. Είναι ένα όργανο που δημιούργησε πολλά συναισθήματα στους Έλληνες και βοήθησε πολύ στην εξάπλωση και διάδοση ήχων που είναι αγαπητοί ακόμα και σήμερα. Πολλοί έχουν να πουν κάποια ιστορία που ξέρουν ή έχουν ακούσει γύρω από κάποια λατέρνα. Υπήρξαν όμως και πολλά προβλήματα που την ταλαιπώρησαν μέσα στο πέρασμα του χρόνου με αποτέλεσμα να την περιθωριοποιήσουν. Επίσης πρόβλημα στην μελέτη της δημιουργεί η έλλειψη βιβλιογραφίας, μιας και όποια τυχόν υπάρχει είναι ανεπαρκής έως και λανθασμένη. Αυτό συμβαίνει γιατί οι ερευνητές δεν ασχολήθηκαν με την τέχνη της λατέρνας αλλά προέβησαν σε μια απλή περιγραφή της. Παρόλα αυτά ακόμα και σήμερα υπάρχουν γωνιές και γειτονιές που κάποιος μπορεί να ακούσει και να σιγοτραγουδήσει παλιές αγαπημένες μελωδίες


Ο Αμαξάς


Ο αμαξάς γεννήθηκε από την ανάγκη των ανθρώπων να μετακινηθούν είτε μόνοι, είτε με παρέα πιο γρήγορα από το ένα μέρος της πόλης στο άλλο. Έτσι μιας και είχε βρεθεί ο τροχός και τα πρώτα κάρα έκαναν την εμφάνισή τους, ξεκίνησαν και οι πρώτες ανθρωποκίνητες άμαξες. Κάποιες φορές έδιναν στον επιβάτη το καμτσίκι να δείρει το ζώο για να προχωρήσουν πιο γρήγορα.
Αφού έφταναν στον προορισμό τους, έπαιρναν την αμοιβή τους για να συνεχίσουν τον αγώνα της επιβίωσης. Επειδή η κούραση ήταν μεγάλη, την θέση τους την παραχωρούσαν στην ιππήλατη άμαξα. Δεν είχε σημασία αν την έσερνε γάιδαρος ή άλογο, την ίδια δουλειά έκανε. Στην πορεία βγήκαν άμαξες με δύο, τρία ή και τέσσερα άλογα ομοίου ή διαφορετικού χρώματος. Στόλισαν και ομόρφυναν τις καρότσες με δερμάτινα καθίσματα, με γυαλιστερά μπακίρια, με διακοσμητικές ταινίες και με κρόσσια, με χαϊμαλιά στα άλογα, με καπέλα δικά τους και των αλόγων κ.λ.π.
Υπήρχαν επίσης οι βασιλικές άμαξες που οι πρίγκιπες και οι βασιλιάδες έκαναν την βόλτα τους και έδειχναν την αρχοντιά τους, στους βασιλικούς γάμους. Από την αντίθετη πλευρά ήταν και οι αμαξάδες που μετέφεραν τους νεκρούς στις κηδείες, τις λεγόμενες νεκροφόρες.





Ο Τσαμπάσης




Ο τσαμπάσης ήταν ο άνθρωπος που είχε την λαλίστατη γλώσσα από όλους τους μετάπρατες πραματευτες της προ του αυτοκινήτου εποχής. Αυτός αγόραζε και πούλαγε ζώα ή έκανε τις λεγόμενες τράμπες. Από πληροφορίες γνώριζε τις ανάγκες που είχαν οι οικογένειες σε ζώα. Τα ζώα που ζητούσαν συνήθως ήταν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, αγελάδες ή ακόμη και κοπάδι πρόβατα. Έβλεπε το ζώο, το ζύγιζε «με το μάτι», μετά το ψηλάφιζε και στο τέλος έκανε την εκτίμηση με την τιμή πάντα προς τα πάνω. Έβλεπε τα ζώα για να προσδιορίσει την ηλικία. Έτριβε με χοντρό αλάτι το πάνω χείλος του ζώου, μέχρι να βγάλει αίμα. Έκανε πειράματα για να δει πόσα και πια ζακόνια είχε (ζακόνια ήταν τα ελαττώματα του ζώου). Μπορεί να κλώτσαγε, να δάγκωνε, να σκόνταφτε, να μην έκανε καλό καμάτι (όργωμα) κ.ο.κ. Τέλος κοίταγε εάν ήταν γιοργατζίδικο.
Η γιοργάδα ήταν ικανότητα του αλόγου να τρέχει χωρίς καλπασμό γρήγορα και στρωτά. Για να μάθει γιοργάδα το άλογο του έδεναν, όταν ήταν πουλάρι, στους αστραγάλους βαριούς κρίκους από αλυσίδες για να μην μπορεί να σηκώσει ψηλά τα πόδια. Το τρέχανε σε ίσιο δρόμο συνέχεια μέχρι μάθει καλά το κόλπο.
Ο τσαμπάσης έπαιρνε το αδύνατο και καχεκτικό άλογο στον στάβλο του. Εκεί το τάιζε μέρα- νύχτα βρώμη και σανό μέχρι να παχύνει. Μετά έπαιρνε την ξύστρα και το κούρευε για να έχει στρωτό τρίχωμα. Του κούρευε την χαίτη και ψαλίδιζε την ουρά. Έτσι το άλογο ήταν έτοιμο για πούλημα. Η τιμή ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που το είχε αγοράσει. Πολλές δουλειές έκαναν οι τσαμπάσηδες στις ζωοπανηγύρεις. Κάτω από τον ίσκιο του δένδρου τρώγοντας την γουρνοπούλα, πίνοντας παγωμένο ζύθο και με το γαρύφαλλο στο αυτί, έκλειναν τις συμφωνίες.


Ο σαπουνοποιός



Η κατασκευή του σαπουνιού είναι μια εργασία που την γνωρίζουν ακόμη μερικές γυναίκες και άνδρες στα χωριά, εκτός από τους βιομηχάνους.
Το σαπούνι δεν είναι παλιά εφεύρεση. Οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν κατά καιρούς διάφορα μέσα για την καθαριότητά τους. Από τους αρχαίους χρόνους οι διάφοροι λαοί χρησιμοποιούσαν την αλισίβα, δηλαδή το θολόστακτο. Τούτο ήταν το νερό που έπαιρναν από τη βρασμένη στάχτη. Πήγαιναν μετά τα ρούχα στα ποτάμια ή στις λίμνες ή χρησιμοποιούσαν ακόμη και ακαθαρσίες ανθρώπων, προκειμένου να καθαρίσουν τα ρούχα τους. Το πιο συνηθισμένο μέσο καθαρισμού ήταν το σαπουνόχαρτο.
Όταν ο Οδυσσέας βγήκε στο νησί των Φαιάκων – δηλαδή τη σημερινή Κέρκυρα, βρήκε στο ποτάμι τις βασιλοπούλες να πλένουν και να λευκαίνουν τα ρούχα τους. Το πρόβλημα απασχολούσε λοιπόν πλούσιους και φτωχούς.
Για να υπολογίσουν το επίπεδο του πολιτισμού μιας χώρας μετρούσαν, την ποσότητα του σαπουνιού που καταναλώνει κάθε οικογένεια ή και κάθε χώρα.


Οι λουκουματζήδες



Οι λουκουμάς έκανε τα λουκούμια. Χρησιμοποιούσε αλεύρι, ζάχαρη, μαστίχα και μεταξύ αυτών άλλα υλικά και διάφορες αρωματικές ουσίες όπως βανίλια, κανέλα κ.α. Έβαζε επίσης και χρωστικές ουσίες για να γίνονται πιο εμφανίσιμα. Τα αμύγδαλα και τα φουντούκια που βάζουν μέσα σήμερα είναι νεόφερτες και ξενόφερτες εφευρέσεις. Τα πιο γνωστά στο πανελλήνιο είναι τα Συριανά και τα Πατρινά. Στην Πάτρα άνθισε περισσότερο η παραγωγή του λουκουμιού. Έτσι έλεγαν για κάποιον πατρινό που έλεγε βλακείες να τον σκοτώσουν στην λουκουμόσκονη. Η λουκουμόσκονη ήταν τριμμένη ζάχαρη που περιείχε αρκετή ποσότητα αλεύρου. Τα λουκούμια για να μην κολλούν μεταξύ τους, πασπαλίζονται με αυτή την σκόνη. Το λουκούμι, για πολλά χρόνια, στα καφενεία αποτελούσε ο καλύτερο κέρασμα και το πιο γλυκό έπαθλο του νικητή στην κολιτσίνα. Μετά τις παρελάσεις, οι κοινοτάρχες μοίραζαν λουκούμια στους μαθητές. Το λουκούμι, το παστέλι και το υποβρύχιο (βανίλια) στις μέρες μας έπαψαν να είναι είδος κεράσματος


Ο μεταπράτης


Ο μεταπράτης ήταν ένας λιανοπωλητής που δεν είχε πρωτογενή παραγωγή. Αγόραζε διάφορα πράγματα από τους πωλητές και τα μεταπωλούσε στις γειτονιές και στα πανηγύρια.Τέτοια πράγματα μπορούσαν να είναι κάλτσες, πουκάμισα και γενικώς είδη ρουχισμού. Επειδή τότε οι νυκοκυρές ετοίμαζαν την προίκα της κόρης έγραφαν στα αυτοκίνητά τους: “ΕΙΔΗ ΠΡΟΙΚΟΣ,ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟΥ Κ.Λ.Π.”. Μπορούσε να πουλάει είδη τροφίμων, όπως ψάρια, αυγά, συκωταριές [τζιεράκια], γιαούρτια, πάγο και πολλά άλλα προϊόντα του φυτικού βασιλείου.
Σήμερα μπορούμε να τον πούμε λιανέμπορο αποικιακών και εδωδίμων προϊόντων. Μπορούμε να τον πούμε δοσατζή, μεσίτη, ενοικιαστή προσόδων και πολλά άλλα.
Είχε μόνιμους, σταθερούς και ευκαιριακούς πελάτες. Το τεφτέρι ήταν σε πρώτη διάταξη γιατί έδινε βερεσέ και με δόσεις. Πολλοί που δεν ήθελαν να δίνουν βερεσέ κρέμαγαν μιά ταμπελίτσα κάπου που έγραφε: ”ΒΕΡΕΣΕ ΑΠΟ ΑΥΡΙΟ, Ο ΤΣΑΜΠΑΣ ΠΕΘΑΝΕ, ΚΡΑΤΑΜΕ ΣΕ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΠΕΘΕΡΑ ΣΟΥ”.
Είναι η αλήθεια ότι αυτοί οι άνθρωποι της πιάτσας ήταν σφυριλατημένοι και πανέξυπνοι. Αν τους προκαλούσε κανείς έλεγαν.
“Εγώ σπούδασα στο πεζοδρόμιο. Το πεζοδρόμιο είναι το μεγαλύτερο σχολείο της ζωής.”
Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.

 


Ο πετρεπελεκάνος / Γλύπτης


Πελεκάνος είναι εκείνος που πελεκάει μιά πέτρα να της δώσει κάποιο σχήμα. Μπορεί να την κάνει αγκωνάρι γιά γωνίες σπιτιών, μπορεί να την κάνει πέτρινο γουδί, γούρνα, σκάφη και άλλο διακοσμητικό είδος. Από αυτόν τον πετροπελεκάνο ξεκίνησαν και οι γλύπτες. Αυτοί παίρνουν πιο μαλακό υλικό από την πέτρα, όπως είναι το μάρμαρο και κάνουν τα αγάλματα και τις προτομές. Σήμερα φυσικά που με το ρεύμα δουλεύουν πολλά μηχανήματα και εργαλεία τα πράγματα είναι πιό εύκολα. Τότε δούλευαν με το σφυρί και το καλέμι να φέρουν στα μέτρα τους τις πέτρες που έβγαζαν με τα φουρνέλα οι φουρνελάδες. Λέμε ότι ο γλύπτης σμιλεύει, δηλαδή δουλεύει με τη σμίλη κοπίδι, σκαρπέλο, κάποιον πέτρινο όγκο. Το τί θα βγεί από εκεί πολλές φορές εξαρτάται από το σχήμα της πέτρας. Στην αρχαιότητα οι χτίστες έχτιζαν τις πέτρες χωρίς καμμία επεξεργασία. Αργότερα διόρθωναν τα ελαττώματά τους και τις πελεκούσαν να πάρουν την μορφή που χρειαζόταν ο χώρος για τον οποίον προορίζονταν. Οι πετροπελεκάνοι έφταναν σε τέτοιο σημείο τελειότητας που να κάνουν έργα που να προκαλούν τον σημερινό θαυμασμό για τις γνώσεις και την τελειότητά τους. Ολόκληρος Παρθενώνας χτίστηκε από την τεχνική των γλυπτών και των πετροπελεκάνων. Στα χρόνια μας και πριν, οι πρώτοι και καλύτεροι πετροπελεκάνοι και χτίστες ήσαν οι Λαγκαδιανοί στην Πελοπόννησο και πολλοί άλλοι στα νησιά μας.

Ο παγοπώλης





























O παγοπώλης ήταν από τους πιο αγαπημένους και ευπρόσδεκτους τακτικούς επισκέπτες των νοικοκυριών μέχρι το 1931, οπότε ο Αμερικανός χημικός Tόμας Mίτζλι παρασκεύασε ένα χημικό μόριο της κατηγορίας των χλωροφθορανθράκων, που γρήγορα οδήγησε στην ανακάλυψη του φρέον, μίας ουσίας άοσμης, σταθερής και μη τοξικής.

Tα ψυγεία όπως τα ξέρουμε σήμερα είχαν γεννηθεί. Mέχρι τότε οι άνθρωποι προσπαθούσαν να διατηρήσουν τα τρόφιμά τους σε πάγο ή σε ογκώδη ψυγεία που χρησιμοποιούσαν αμμωνία, ουσία διαβρωτική και δηλητηριώδης. Aργότερα ανακαλύφθηκε ότι οι χλωροφθοράνθρακες βλάπτουν το στρώμα του όζοντος και σήμερα γίνονται προσπάθειες να αντικατασταθούν.

Το παγοποιείο του Φιξ στα Πατήσια, που παρήγε κολόνες πάγου από το 1903, τα τελευταία χρόνια εξυπηρετούσε κάποιες λίγες σημερινές ανάγκες. Έδινε τις παγοκολόνες του στα ψαράδικα για τη συντήρηση των ψαριών. Σταμάτησε τη λειτουργία το 1983 και σήμερα δεν υπάρχει ούτε ως ερείπια, παρότι θεωρήθηκε εξαιρετικό δείγμα της νεώτερης βιομηχανικής αρχιτεκτονικής.

Η παραγωγή του πάγου ήταν πολλαπλάσια πριν πενήντα 50 χρόνια, όταν εφοδίαζε τα ψυγεία των σπιτιών. Χρόνο με το χρόνο, όμως, τα ψυγεία αντικαταστάθηκαν από τα ηλεκτρικά ΠΙΤΣΟΣ, ΙΖΟΛΑ και ΚΕΛΒΙΝΕΙΤΟΡ και ο παγοπώλης δεν περνά πλέον με το κάρο του ή με τη τρίκυκλη μοτοσυκλέτα του από τις γειτονιές για τη διανομή του πάγου. Δεν αφήνει τις παγοκολόνες να αργολιώνουν στο κεφαλόσκαλο. Και το βρυσάκι του ψυγείου με το στόμιο τυλιγμένο με λευκό τουλπάνι δεν στάζει πια δροσοσταλίδες....



Τσαγκάρης



























 

Το επάγγελμα του τσαγκάρη είναι να φτιάχνει παπούτσια, αλλά σήμερα όταν λέμε "τσαγκάρης" εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα παπούτσια.
Το τσαγκαράδικο ήταν ο χώρος όπου ήταν ο πάγκος, οι βελόνες, οι σκοράφες, τα σουβλιά, τα σφυριά και οι λίμες, οι τανάλιες και τα καλαπόδια. Τότε δεν υπήρχαν κόλλες και μηχανές. Ο τσαγκάρης δούλευε ώρες ατελείωτες, φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Εκεί δεχόταν και τις παραγγελίες των πελατών του.
Ένα ζευγάρι παπούτσια τότε κόστιζε σχεδόν μια χρυσή λίρα και για να φτιαχτούν χρειαζόταν 2-3 μέρες δουλειά. Τα παπούτσια ήταν χειροποίητα, ήταν ραφτά και καρφωτά. Για να τα κατασκευάσει ο τσαγκάρης αγόραζε το δέρμα. Το ψιλό δέρμα το χρησιμοποιούσε για το πάνω μέρος του παπουτσιού και το χοντρό για τις σόλες.



Πεταλωτής




























Παλιά οι πεταλωτές περνούσαν στις οπλές των αλόγων πέταλα. Για να το καταφέρουν αυτό, δένανε τα άλογα και τα πόδια τους. Μετά περνάγανε τα πέταλα σε ένα ένα πόδι ξεχωριστά.





Υφάντρα











Υφάντρες ονομάζονται οι γυναίκες που ύφαιναν τα νήματα του αργαλειού, αλλά και τα υφαντά υφάσματα στον αργαλειό.
Ο αργαλειός ήταν το εργαλείο της υφαντικής.
Η τέχνη της υφαντουργίας αναπτύχθηκε στο Βόρειο Αιγαίο το 2ο αιώνα. Μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη της υφαντουργίας έπαιξε το ότι οι κοπέλες έπρεπε μόνες τους να ετοιμάσουν τα προικιά τους. Παράλληλα όμως η τέχνη αυτή βοηθούσε και οικονομικά τις οικογένειες αυτές. Το να ξέρεις λοιπόν την τέχνη του αργαλειού ήταν τότε πολύ σημαντικό.
Για την κατασκευή νημάτων οι υφάντρες χρησιμοποιούσαν κυρίως μετάξι, λινάρι και βαμβάκι. Το γνέσιμο το έκαναν οι ίδιες ακολουθώντας διαφορετική διαδικασία για κάθε υλικό. Στον αργαλειό επίσης γίνονταν και οι κουρελούδες



Γανωτής (Γανωτζής, Γανωματής)










Γανωτής ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει χάλκινα σκεύη με κασσίτερο. Οι γανωματήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών όπως τα τραχιά  τα καζάνια, τα κουτάλια, τα πιρούνια κλπ.
Η φωνή του πλανόδιου γανωτή δεν ακούγεται πια στις γειτονιές. Στις αρχές του 2ου αιώνα, ο γανωτζής κουβαλούσε στην πλάτη του τα απαραίτητα εργαλεία και περπατώντας φώναζε και καλούσε τις νοικοκυρές να του φέρουν τα είδη που χρειάζονταν γάνωμα. Έστηνε τη γκαζιέρα του στην αυλή του σπιτιού. Έλιωνε τον κασσίτερο. Αφού καθάριζε το εσωτερικό του σκεύους με σπίρτο και το έτριβε με κουρασάνι (τριμμένο κεραμίδι), κράταγε το σκεύος με τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχνε μέσα το νησιαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζε καλά, άπλωνε το λιωμένο καλάι σε όλη την επιφάνεια του σκεύους μ' ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα. Ζητούσε και από τη νοικοκυρά του σπιτιού μια λεκάνη με κρύο νερό στην οποία βουτούσε το σκεύος που γάνωσε και λαμπύριζε στον ήλιο.
Το επάγγελμα αυτό συνδέεται κυρίως με τους τσιγγάνους και αποτελεί ένα από τα παραδοσιακά τους επαγγέλματα.
Το γάνωμα έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, οπότε οι γανωματήδες είχαν δουλειά όλο το χρόνο.
Τα τελευταία χρόνια το επάγγελμα αυτό έχει εξαφανιστεί, αφού τα μαγειρικά σκεύη είναι πλέον ανοξείδωτα και δε χρειάζονται επικασσιτέρωση. Σήμερα υπάρχουν ελάχιστοι τεχνίτες στην επαρχία που υπ απασχολούνται αφού τα εναπομείναντα χρηστικά χάλκινα σκεύη είναι ελάχιστα.

 

 

Ντενεκετζής

 

Οι ντενεκετζήδες ήταν οι τεχνίτες με δικό τους μαγαζί, που κατασκεύαζαν διάφορα χρηστικά εργαλεία και είδη οικιακής, γεωργικής, κτηνοτροφικής και βιομηχανικής χρήσης από λευκοσίδερο ή φύλλα ατσαλιού.

Κατασκεύαζαν δηλαδή ποτιστήρια, δοχεία μεταφοράς νερού, γάλακτος, δοχεία αρμέγματος, νιπτήρες, διάφορα είδη μετρητών λαδιού, αλλά και πολλά είδη οικιακής χρήσης, όπως λύχνους, λαδοφάναρα, μαγκάλια, κύπελα, μπρίκια, χωνιά, σουρωτήρια και άλλα.

Επίσης οι συγκεκριμένοι τεχνίτες επισκεύαζαν τα φθαρμένα είδη. Για την κατασκευή αυτών των σκευών ο ντενεκετζής μετρούσε και σημάδευε με το μέτρο και το διαβήτη πάνω στο ντενεκεδένιο φύλλο το κομμάτι που χρειαζόταν για το σκεύος, το έκοβε με ειδικό ψαλίδι και το έφερνε πάνω στο αμόνι, όπου το επεξεργάζονταν με ξύλινο σφυρί.

Τέλος για τις κολλήσεις ο ντενεκετζής χρησιμοποιούσε καλάι.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

               ΓΚΙΟΥΜΙ                                                          ΣΕΣΟΥΛΕΣ                                                  ΔΡΥΜΟΝΑ Ή ΔΡΥΜΟΝΙ

 

 

 

 

Καλαθάδες

 

 

Οι καλαθάδες ήταν τεχνίτες που έφτιαχναν τα «κασάκια» ή «καφάσια», καθώς και τα ψάθινα καθίσματα για καρέκλες. Τα «κασάκια» τα χρησιμοποιούσαν  για να βάζουν μέσα τις ελιές, τα φρούτα, τα λαχανικά και άλλα προϊόντα προς μεταφορά.

Για παράδειγμα, οι πλανόδιοι έμποροι τα τοποθετούσαν συμμετρικά στα γαϊδούρια και τα έδεναν με σκοινί για να ισορροπούν. Επίσης τα χρησιμοποιούσαν για να «σκεπάζουν» τα μικρά κατσικάκια που προορίζονταν για σφάξιμο για να μη «λιαστούν», δηλαδή να μην κινούνται πολύ στο ύπαιθρο, ώστε να είναι τρυφερό το κρέας τους.

Τα ψάθινα καθίσματα για τις καρέκλες προορίζονταν περισσότερο για τα καφενεία παρά για οικιακή χρήση. Οι καλαθάδες δεν αναλάμβαναν και την παραγωγή του ξύλινου πλαισίου της καρέκλας, που αποτελούσε έργο των ξυλουργών. Συνήθως οι καλαθάδες δούλευαν με παραγγελίες, αν και κάποιοι απ’ αυτούς γύριζαν με γαϊδούρια σε διάφορα χωριά και πουλούσαν (επί τόπου) τα προϊόντα τους.

Οι περισσότεροι από αυτούς έκαναν παράλληλα κι’ άλλα επαγγέλματα κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όπως εργάτες σε ελαιώνες και γενικά αγροτικές δουλειές, ενώ το επάγγελμα του καλαθά το εξασκούσαν κυρίως το καλοκαίρι.

Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν το κλαδευτήρι, το σφυρί, η τανάλια και το πριόνι. Το βασικό υλικό, το λεγόμενο «ψαθί» είναι ένα χόρτο που φυτρώνει κοντά σε λίμνες και έλη («γκιόλια»).

Την εποχή του καλοκαιριού το μάζευαν και το άφηναν να ξεραθεί για μια εβδομάδα στον ήλιο, ενώ κάθε φορά που το «έπλεκαν» («έστριβαν»), έπρεπε πρώτα να το βρέξουν λίγο για να μαλακώσει.

Τα είδη ξύλου που χρησιμοποιούσαν για το πλαίσιο του «ψαθιού», προέρχονταν κυρίως από καστανιά, πεύκο, αγριελιά και λυγαριά.

Το κασάκι αποτελείται από ψαθί πλεγμένο και ξύλινες βέργες καρφωμένες περιμετρικά για να δένει, να είναι σταθερό και γερό. Όταν το κατασκεύαζαν, χρησιμοποιούσαν ένα καλούπι, δηλαδή ένα ξύλινο (και όχι ψάθινο) κασάκι που δεν περιβάλλεται από ξύλινες βέργες, αλλά από λαμαρίνα, για να μη φθείρεται και να είναι σταθερό.

 

Πάνω σ’ αυτό το καλούπι «έστριβαν» αρχικά το ψαθί και στη συνέχεια πρόσθεταν τις ξύλινες βέργες, δηλαδή τις κάρφωναν με οδηγό το πλαίσιο από λαμαρίνα. Πολλές φορές όταν «έστριβαν» το ψαθί έβαζαν και «λιλιά» ή «πλουμιά», δηλαδή διακοσμητικά νήματα από χρωματιστό νάιλον.

Μέχρι τις δεκαετίες του 1950 - 1970 στα χωριά της Λέσβου υπήρχαν πολλοί καλαθάδες. Σήμερα η ζήτηση είναι πολύ περιορισμένη και προέρχεται κυρίως από κάποιους ελαιοπαραγωγούς (που αγοράζουν «κασάκια» για τις ελιές) και καφετζήδες (που αγοράζουν ψάθινα καθίσματα). Τα «κασάκια» και οι ψάθινες καρέκλες έχουν αντικατασταθεί από τα αντίστοιχα πλαστικά που είναι πιο φθηνά, ενώ την τέχνη του καλαθά γνωρίζουν πλέον ελάχιστοι ηλικιωμένοι τεχνίτες, ενώ δεν υπάρχει ενδιαφέρον από νέους για να ασχοληθούν μ’ αυτή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παπλωματάς

 

Εκτός από τις κουβέρτες ο κόσμος χρησιμοποιούσε και παπλώματα παραγεμισμένα κυρίως με βαμβάκι. Αλλά και τα στρώματα ήταν και αυτά παραγεμισμένα με  βαμβάκι 

 Με την χρήση το στρώμα ή το πάπλωμα έχανε την αφρατοσύνη του και "κάθονταν". Την επανόρθωση αναλάμβανε ο πλανόδιος παπλωματάς.

Άνοιγε το πάπλωμα η το στρώμα και έβγαζε το βαμβάκι.

Χτυπούσε με ένα ξύλινο κόπανο, σαν γουδοχέρι, την χορδή ενός τόξου μήκους 2 μέτρα περίπου πάνω στο βαμβάκι. Το τίναγμα της χορδής έκανε πιο αφράτο το βαμβάκι. Μετά από αυτή την ανακατεργασία, το βαμβάκι έμπαινε ξανά στην θέση του και το στρώμα ή σκέπασμα ράβονταν με μια μεγάλη σακοράφα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο βαρελάς





































 

Ο βαρελάς ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο καστανιάς ή δρυός.

Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση.Κατόπιν περνούσαν τα στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες. Οι αποθήκες παλιά ήταν γεμάτες με βαρέλια κλπ.

Τα σπουδαιότερα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο βαρελάς ήταν το πριόνι, το τρυπάνι, η ταλιαδούρα, το καβουροσκέπαρο, η πένσα κ.ά

Οι βαρελάδες κάθε Σεπτέβρη και μετά τον τρύγο έπιαναν δουλειά γιατι τα παλιά βαρέλια θα γέμιζαν με τον νέο μούστο και έπρεπε να τα συντηρήσουν και πάλι.





Ο ΛΟΥΣΤΡΟΣ

















Παλιότερα που ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Τότε γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λουστραδόρου. Αυτός μ’ ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, κάθονταν σ’ ένα χαμηλό σκαμνάκι και περίμενε υπομονετικά.  Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο. Έτσι άρχισε η «ιεροτελεστία» του βαψίματος…

 

 


Ο ΤΕΛΑΛΗΣ




Ακούσατε …ακούσατε..
Η λέξη είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει «αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα», ο δημόσιος κήρυκας. Οι ντελάληδες διαλαλούσαν στους κατοίκους των κωμοπόλεων και των χωριών τα νέα που έφταναν με τον τηλέγραφο ή τα εμπορεύματα που έφερναν στις πλατείες των χωριών οι πραματευτάδες . Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζαν συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζαν τα προϊόντα, τους καθιστούσε γνωστούς στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας.


 

Οι υπολογιστές, η ρομποτική και τα αυτοματοποιημένα συστήματα έρχονται στη ζωή μας και η κοινωνία αλλάζει, πολλά επαγγέλματα είναι άνευ αντικειμένου.
Εδώ θα ρίξουμε μια ματιά σε επαγγέλματα που δεν υπάρχουν πια.

Ο ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ ΜΑΝΑΒΗΣ

Είχε σαν μεταφορικό μέσο ένα γαϊδούρι ή μουλάρι.  Τα λαχανικά ήταν τοποθετημένα σε 2 κωνικές μακριές καλαμένιες κόφες.

Οι πιο εξελιγμένοι είχαν άλογο και σούστα [αμάξι ιππήλατο με αμορτισέρ μεταλλικές σούστες].

Αυτά που πουλάγανε ήταν κατά κάνονα δικά τους προϊόντα. Υπήρχε (οχι ομως στην Κυψέλη) καποιος μανάβης που φώναζε: "ντοματες μου, μελιτζάνες μου, κολοκύθια μου ... ολα δικά μου είναι". Οι μεσάζοντες είναι μεταγενέστερη εφεύρεση. Αν λάβουμε υπόψη την μέση ταχύτητα ενός γάιδαρου πρέπει να υποθέσουμε ότι οι λαχανόκηποι πρέπει να ήταν πολύ κοντά.

 

 

 

 

 

  

Ο ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ ΨΑΡΑΣ

 

Ο ψαράς γύρναγε με ένα ρηχό μεγάλο πανέρι στο κεφάλι του. Το μέσα του πανεριού ήταν επιστρωμένο με λαδομπογιατισμένο καραβόπανο σε χρώμα θαλασσί .

Πουλούσε κάθε λογής ψάρια που τα ζύγιζε με μια ζυγαριά που κουβαλούσε στον ώμο του. Θυμάμαι την γιαγιά μου που μου έλεγε ότι θα πρέπει να τρώμε και ψάρι … για λόγους οικονομίας.

Στις αρχές του '60 άνοιξε το πρωτο πρατήριο με ψάρια "Ευρυδίκης" στην Φωκίωνος Νέγρη. Ήταν όμως ντροπή να αγοράζεις κατεψυγμένα

 

 

 

 

Ο ΑΡΚΟΥΔΙΑΡΗΣ

 

Λογω της παντελους απουσιας της Green Peace, WWF, Arkturos κλπ Γυφτοι τριγυρνουσαν στις συνοικιες και μαζευαν λεφτα βαζοντας τις αρκουδες να χορευουν. Ο χαλκας στην μυτη ειναι ενα απο τα βασανιστήρια για την συμμόρφωση της αρκουδας αν δεν χορευε καλα. Θυμηθήτε την εκφραση "να μου τρυπήσεις τη μύτη αν ... " .

Ουδεις παρέστη σε χοροδιδασκαλειο αρκούδων αλλα θρυλειται οτι η εκπαιδευση γινεται με την τοποθετηση του ζωου πανω σε ενα πυρωμενο ταψι. Το δυστυχο ζωο χοροπηδουσε για να αποφύγει το καψιμο. Αρα ο χορος δεν ηταν διασκεδαση για το ζώο. Θυμηθείτε και την αλλη εκφραση : «Θα σε χορέψω στο ταψί». Το ντεφι και το χτυπημα του δημιουργουσαν αναταναλαστικα Παβλώφ στην Αρκουδα που χοροπηδούσε αργότερα και χωρις ταψί, αρκει να ακουγε το ντεφι. Για να χαμηλωσουν το κοστος αργοτερα αντικατεστησαν τις αρκουδες με μαιμούδες. Οι μαιμουδες ειναι πιο αερατες εξυπνες, μοιαζουν με ανθρώπους και κυριως τρωνε λιγότερο. Μ' ολη την αντικατασταση δεν παρήχθη λεξη "μαιμουδιάρης"

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΣΤΡΑΓΑΛΑΤΖΗΣ - ΦΙΣΤΙΚΑΣ

 

Ο ημιυπαιθριος είχε ένα καροτσάκι με 3 φουγάρα όπου διατηρούσε ζeστά τα προϊόντα : Φιστίκια αράπικα, στραγάλια, "αφράτα",  πασατέμπος, ηλιόσποροι. Διαλαλούσε "πασατέμπος για να περνάει ή ώρα". Το καροτσάκι έφερε τον τίτλο «ΑΒΕΡΩΦ» λόγω των 3 φουγάρων όπως και το συνώνυμο θωρηκτό. Στέκια του: οι είσοδοι των υπαίθριων κινηματογράφων, ο «Σκύλος» στη Φωκίωνος Νέγρη, έξω από σχολεία.

 

Όμως ο χαρακτηριστικότερος φιστικάς ήταν ο Ματσεντάλες. Έτρεχε στην Φωκίωνος Νέγρη με ένα καλαθάκι φιστίκια αράπικα και άφηνε 2-3 σε κάθε τραπέζι. [Τακτική που τώρα εφαρμόζουν πολλοί ζητιάνοι και μικροπωλητές, άλλα το ευσήμον του πρώτου διδάξαντος ανήκει στον Ματσεντάλες]. Ο Ματσεντάλες μιλούσε τρομερά γρήγορα, ό,τι έκανε το έκανε γρήγορα. Κατά την παράδοση του δείγματος έλεγε μιμούμενος ημι-ξενόγλωσση διαφήμιση "Είναι τσούχτεν ειναι μπούχτεν ειναι μάκινα μπουζούχτεν, είναι ματσεντάλες. Τσοντίτσα; Τσοντίτσα;" (τότε η τσόντα σήμαινε γενικά προσθήκη, την ειδική σημασία την απέκτησε πολύ αργότερα) και έτρεχε για τον επόμενο χωρίς να περιμένει απάντηση.

Μετά ξαναγύριζε στους δειγματισμένους που τους είχε "ξηγηθεί αλμυρό φιστίκι" και τους πουλούσε την πραμάτεια. Όλοι ξέρουμε, ιδιαίτερα όσοι προσπαθούν να αδυνατίσουν, ότι το κακό με τους ξηρούς καρπούς είναι να μην βάλεις ένα στο στόμα σου, μετά θες να τρως συνέχεια. Ο Ματσενταλες το είχε σπουδάσει το πράγμα. Σαν πωλητής ήταν εξαίσιος και επιστημονικός. Με αστραπιαίες κινήσεις σου βουτούσε το πελώριο άσπρο φλυτζάνι του στο πανεράκι με τα φιστικια και στο άδειαζε στο τραπέζι του καφενείου.

 

Το φλυτζάνι είχε μέσα μια γερή επίστρωση με γύψο ώστε να φαντάζει μεγάλο και να περιέχει λίγα. Εισέπραττε έδινε ρέστα με ταχυδακτυλουργική ταχύτητα και έτρεχε στον επόμενο. Ήταν κάτι σαν το Βέγγο των Μικροπωλητών.

 

 

bottom of page