Σταμάτης Κριμιζής, Ο Έλληνας χαρτογράφος του διαστήματος
Ο καθηγητής Σταμάτης Κριμιζής γεννήθηκε στη Χίο το 1938. Διετέλεσε καθηγητής της Σχολής Φυσικής και Αστρονομίας του Πανεπιστημίου τηςIowa, και το 1968 ανέλαβε την ηγεσία της Ομάδας στο Εργαστήριο Εφαρμοσμένης Φυσικής του Πανεπιστημίου Johns Hopkins. Το 1980 διορίστηκε επικεφαλής στο Τμήμα Διαστημικής, του οποίου έγινε διευθυντής το 1991. Από τη θέση αυτή διηύθυνε τις δραστηριότητες περίπου 600 επιστημόνων, μηχανικών και άλλου προσωπικού. Από τον Απρίλιο του 2004 είναι επίτιμος διευθυντής του Τμήματος.
Έχει δημοσιεύσει περισσότερες από 386 εργασίες σε επιστημονικά περιοδικά και βιβλία. Έχει τιμηθεί με το Medal for Exceptional Scientific Achievement της NASA και με περίπου 30 ομαδικά βραβεία (Group Achievement Awards) της NASA και ESA για τις αποστολές VOYAGER, AMPTE, GALILEO, ULYSSES, CASSINI και ACE και είναι πρόεδρος της Τάξεως θετικών Επιστημών της Διεθνούς Ακαδημίας Αστροναυτικής (IAA). Το 2002, κατά τη διάρκεια της σύγκλησης του Παγκοσμίου Συμβουλίου για το Διάστημα, τιμήθηκε με το βραβείο COSPAR Space science Award.
Το 1999 η Διεθνής Αστρονομική Ένωση μετονόμασε τον αστεροειδή «1979 UH» σε «8323 krimigis». Έχει επανειλημμένως καταθέσει ενώπιον Επιτροπών του αμερικάνικου Κογκρέσου για θέματα διαστημικής επιστήμης και τεχνολογίας, με πιο πρόσφατες αναφορές του για την αποστολή Voyager, η οποία διέσχισε το εξώτατο όριο της ηλιόσφαιρας. Το 1997 ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας τον τίμησε με τον Χρυσό Σταυρό του Ταξίαρχου του Τάγματος του Φοίνικος.
Είναι ο μόνος επιστήμονας στον κόσμο, ο οποίος με τα όργανα που έχει σχεδιάσει, έχει εξοπλίσει διαστήματα σκάφη σε αποστολές στους 7 από τους 9 πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος. Αλλά αυτή δεν είναι η μόνη πρωτιά για τον Ελληνα επικεφαλής της NASA, καθηγητή Σταμάτη Κριμιζή, το πρόσωπο του οποίου ταυτίζεται με την ιστορία της εξερεύνησης του Διαστήματος.
Ο ίδιος πρωτοστάτησε στην υλοποίηση του Προγράμματος Discovery της NASA, που αφορά στην πραγματοποίηση πλανητικών αποστολών χαμηλού κόστους. Είναι από τους επικεφαλής ερευνητές της αποστολής Cassini/Hugens στον Κρόνο και τον Τιτάνα και Συνεργάτης Ερευνητής στις αποστολές Galileo, Ulysses, ACE, και MESSENGER.
Κι ακόμη, έχει επινοήσει τα όργανα που έχουν εξοπλίσει την αποστολή του διαστημικού σκάφους MESSENGER, προς τον Ερμή, αλλά και του σκάφους New Horizons, που θα εκτοξευθεί προς τον Πλούτωνα σας 11 Ιανουαρίου 2006. Έτσι, θα συμπληρώσει ένα επιστημονικό κύκλο που ξεκίνησε πριν από περίπου 40 χρόνια
.
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Στις πρωτιές του Έλληνα επιστήμονα συμπεριλαμβάνεται και η συμμετοχή του στην αποστολή δύο διαστημικών σκαφών, του Voyager 1 και Voyager 2, το πρώτο εκ των οποίων έφτασε στην «άκρη» του ηλιακού μας συστήματος.
Πρόσφατα Τρίτη ο καθηγητής Σταμάτης Κριμιζής ήταν ομιλητής στην Ακαδημία Αθηνών στο πλαίσιο της υποδοχής του ως νέο τακτικό της μέλος. Το θέμα της ομιλίας του αφορούσε αυτήν ακριβώς την αποστολή που, ουσιαστικά, δίνει τη δυνατότητα της πρώτης απευθείας ανίχνευσης σε αυτή την περιοχή που βρίσκεται μπροστά στο διαστρικό χώρο. «Ύστερα από 27 χρόνια από την εκτόξευση του, το διαστημόπλοιο της NASA, Voyager 1 πέρασε από ένα σημείο κλειδί, "το Κρουστικό Κύμα Παύσης" στο πλαίσιο της ιστορικής διαπλανητικής αποστολής του. Ας σημειωθεί ότι το Voyager 1 βρίσκεται σήμερα σε απόσταση 14,56 δισ. χιλιομέτρων από τη Γη. Ένα αυτοκίνητο με ταχύτητα 200 χιλιόμετρα την ώρα θα χρειαζόταν 8.310 χρόνια για να διανύσει την ίδια απόσταση, ενώ ένα αεροπλάνο μόνο 1.162 χρόνια. Το ραδιοκύμα επικοινωνίας από το διαστημόπλοιο ταξιδεύει με 300.000 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο (ταχύτητα φωτός) και χρειάζεται 13,5 ώρες για να φτάσει στη Γη. Για σύγκριση, το φως από τον ήλιο φτάνει στη Γη σε 8,3 λεπτά», ανέφερε ο κ. Σταμάτης Κριμιζής.
Αναλύοντας δεδομένα του Πειράματος Ανίχνευσης Φορτισμένων Σωματιδίων Χαμηλών Ενεργειών του σκάφους, η ομάδα του Εργαστηρίου Εφαρμοσμένης Φυσικής του Πανεπιστημίου Τζον Χόπκινς των ΗΠΑ με επικεφαλής τον Δρ Κριμιζή, παρατήρησε ότι το διαστημόπλοιο, όντας σε απόσταση 14,1 χιλιομέτρων από τη Γη, πέρασε μέσα από μια θυελλώδη ζώνη γνωστή ως Κρουστικό Κύμα Παύσης (Termination Shok).
Στη διάβαση της Παύσης, φορτισμένα ηλεκτρόνια και πρωτόνια, προερχόμενα από τον «Ηλιακό Άνεμο», επιβραδύνονται ταχέως μετά από τη σύγκρουση μαγνητικής πίεσης προερχόμενης από πεδία και σωματίδια μεταξύ των αστέρων.
Αυτό το κρουστικό κύμα παύσης θεωρήθηκε η τελευταία στάση πριν από το αόρατο όριο της ηλιόσφαιρας. Ο Δρ Κριμιζής σχεδίασε το όργανο του Voyager 1 το οποίο ανίχνευσε το 2004 το απώτατο όριο του ηλιακού συστήματος σε απόσταση περίπου 94 αστρονομικών μονάδων από τον ήλιο.
Σημειωτέον ότι μια αστρονομική μονάδα είναι η απόσταση μεταξύ ηλίου και γης, ήτοι 150 εκατομμύρια χιλιόμετρα. Το διαστημικό σκάφος είναι το πρώτο που έφερε σε πέρας το προαναφερόμενο εγχείρημα και από τον Αύγουστο 2003 μέχρι τον Ιούλιο του 2005 οι επιστήμονες παρατήρησαν ασυνήθιστες καταγραφές σε πολλά όργανα του σκάφους, υποδεικνύοντας ότι είχε διαπεράσει ένα διαφορετικό μέρος του ηλιακού συστήματος. Οι απόψεις των επιστημονικών ομάδων διαφέρουν στην επεξήγηση των δεδομένων το 2003.
Ο Δρ Κριμιζής και οι άλλοι ερευνητές που συμμετέχουν στην αποστολή συμφωνούν ότι το 2004 έχουν αξιόπιστες αποδείξεις μέσω των δεδομένων του Πειράματος Ανίχνευσης Φορτισμένων Σωματιδίων Χαμηλών Ενεργειών για την διάσχιση του Κρουστικού Κύματος Παύσης.
ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ
Το όργανο τοποθετήθηκε πάνω σε περιστρεφόμενη πλατφόρμα που επιτρέπει την ανίχνευση του διαστήματος προς όλες τις κατευθύνσεις, καθορίζει τη σύσταση, φόρτιση και κατεύθυνση ορισμένων ενεργειακών σωματιδίων, ενώ αυτά ταξιδεύουν στο Διάστημα. Η κύρια αποστολή των δύο Voyager ήταν ο Δίας και ο Κρόνος, και ακολούθως έφτασαν μέχρι τα όρια του ηλιακού συστήματος. Επειδή, εκεί δεν υπάρχει αρκετή ηλιακή ενέργεια και οι ηλιακές συλλέκτες θα ήταν άχρηστοι, γι' αυτό και το κάθε σκάφος εξοπλίστηκε με τρεις θερμοηλεκτρικές γεννήτριες με ραδιοϊσότοπα, για να παραγάγουν την αναγκαία ηλεκτρική ισχύ για τα συστήματα και τα όργανα των δύο διαστημικών σκαφών. Έτσι 27 χρόνια αργότερα τα Voyager λειτουργούν ακόμα χάρις στη θερμότητα που παράγεται από το διοξείδιο του πλουτωνίου.
Αρχικά θεωρούνταν ότι το Voyager 1 θα είχε διάρκεια ζωής πέντε χρόνια, αλλά η πραγματικότητα διέψευσε της προβλέψεις και το Voyager 1 ταξιδεύει εδώ και 28 χρόνια.