top of page

Εξερευνήστε την Κρητη

Χαίρομαι που είμαι Κρητικός
και όπου σταθώ το λέω
με μαντινάδες χαίρομαι
με μαντινάδες κλαίω!

Η συνήθεια αυτή των νέων της Κρήτης να περπατούν τις νύχτες στους δρόμους παίζοντας διάφορα όργανα και τραγουδώντας ερωτικά δίστιχα, είναι γνωστή ως καντάδα ευρύτατα διαδεδομένο κι αγαπητό τραγουδιστικό είδος, με πανελλήνια πλέον διάδοση.

 

Η λέξη καντάδα στα ελληνικά σημαίνει νυκτωδία και προέρχεται από την ιταλική λέξη canto (τραγουδώ). Παρότι η προέλευση της λέξης καντάδα είναι ιταλική, η καντάδα ως πράξη είναι μια συνήθεια που φαίνεται να αποκρατεί από την αρχαία Ελλάδα και ειδικά από την περιοχή της Κρήτης.


Στην Κρήτη, η καντάδα συνδέεται άμεσα με τη μαντινάδα, που μεταφράζεται ως πρωινή καντάδα και σημαίνει το ερωτικό τραγούδι που τραγουδιόταν τις πρωινές ώρες κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης.


Οι καντάδες αναφέρονται συχνά στα κείμενα της κρητικής λογοτεχνίας, επιβεβαιώνοντάς μας ιστορικά ότι η συνήθεια της καντάδας είναι παλαιότατη στην Κρήτη. Η πιο γνωστή μαρτυρία για τις καντάδες είναι αυτή του Ερωτόκριτου, ο οποίος παίζει τις νύχτες λαγούτο και τραγουδά ερωτικά τραγούδια για την Αρετούσα έξω από το παλάτι:


“Τ’ άκουσες, Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα;
ο Kύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα;
Tέσσερις μέρες μοναχάς μου 'δωκε ν' ανημένω,
κι από 'κει να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω.
Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο;”


Η καντάδα δεν ήταν διασκέδαση, αλλά ξέσπασμα του ερωτικού καημού των παλληκαριών, που μαζεύονταν παρέα (πάλι και πάντα η παρέα είναι το κύτταρο της παράδοσης), γυρίζανε τη νύχτα στα σοκάκια του χωριού μ' ένα λυράκι, κι ετραγουδούσανε μαντινάδες σε συγκεκριμένα σημεία του χωριού, μεταδίδοντας με τρόπο το μήνυμα της αγάπης ο καθένας «εκειά που πονούσε»...


Ας μην ξεχνάμε πως η καντάδα, δεν είναι διασκέδαση, είναι ένας τρόπος ζωής. Είναι μια πλευρά της ζωής μας που δείχνει πως υπάρχουν συναισθήματα και μάλιστα λεπτά συναισθήματα. Υπάρχουν ευαισθησίες και αγάπη σε όλες της τις μορφές και με όλες τις πράξεις...

Μαντήλι, βράκα και ρακί, Κρήτη για σύμβολό σου,
κι απ' είναι μάγκας τα τιμά, και νοιώθει άξιος σου!

Όλου του κόσμου τα νησιά
που είναι στον πλανήτη
πάλι μαζί δεν κάνουνε
την ομορφιά σου Κρήτη!

Κρητ

ι

κή 

Κα

ντάδα

Το τυπικό Κρητικό μαχαίρι με τη μορφή την οποία διατήρησε μέχρι την εποχή μας, γεννήθηκε κατά τα τέλη του 18ου αιώνα κι έχει σχήμα που θυμίζει "σαΐτα". Το χαρακτηριστικό του σχήμα υιοθετήθηκε μ' ενθουσιασμό από τους Κρητικούς και αντιστάθηκε στο πέρασμα του χρόνου.

Φωτιά, αμόνι, ατσάλι, σφυρί, πένσες με μακρύς βραχίονες και η δεξιοτεχνία του μαχαιροποιού είναι τα απαραίτητα στοιχεία για την κατασκευή του Κρητικού μαχαιριού. Η ατσάλινη λεπίδα του είναι γεροδεμένη κι έχει μία μόνο κόψη, ενώ η αντίθετη προς την κόψη πλευρά, η "ράχη" του μαχαιριού, είναι επίπεδη, ισχυροποιημένη προς τη βάση της και λεπταίνει σταδιακά όσο πλησιάζει προς την άκρη για να καταλήξει σε μία οξύτατη αιχμή.

Το σχήμα της λεπίδας είναι ευθύ, η πλευρά της κόψης λίγο πριν το τέλος της λεπίδας γίνεται έντονα κυρτή και καταλήγει στην αιχμή, η οποία έχει μια ελαφριά κλίση προς τα επάνω. Το μήκος της λεπίδας ποικίλει. Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα οι Κρητικοί μαχαιροποιοί κατασκεύαζαν υπερμεγέθη μαχαίρια, το μήκος των οποίων έφτανε μέχρι και τα 0,80 εκ. του μέτρου. Οι τεράστιες αυτές μαχαίρες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως σπάθες.

Η κατασκευαστική ιδιομορφία της αιχμής του Κρητικού μαχαιριού, έχει ως αποτέλεσμα να του προσδίνει μεγάλη διατρητική ικανότητα.

Η λαβή του Κρητικού μαχαιριού ονομάζεται "μανίκα". Το σχήμα της είναι ποικιλόμορφο. Τρεις όμως είναι οι επικρατέστεροι τύποι. Στον έναν το τελείωμα της λαβής θυμίζει ράμφος πουλιού, στον άλλον η λαβή έχει το τελείωμα που είχαν τα ναυτικά γιαταγάνια το 18ο και 19ο αιώνα και στον τρίτο, τον κλασικό Κρητικό τύπο, το τελείωμα της λαβής σχηματίζει " V ".

























Αυτό το σχήμα " V " της λαβής είναι το πλέον διαδεδομένο κι εμφανίζεται μόνο στα Κρητικά μαχαίρια, χαρίζοντας τους τυπολογικά μια σχηματική μοναδικότητα, αφού σε κανέναν άλλον τόπο πάνω στον πλανήτη δεν κατασκευάζουν μαχαίρια με τέτοια λαβή.

Η ιδιόμορφη αυτή λαβή είναι κατασκευασμένη πάντοτε από ζωική ύλη, κέρατο ή κόκαλο, ενώ στα πολυτελέστερα από τα Κρητικά μαχαίρια είναι κατασκευασμένη από ελεφαντόδοντο. Όσες λαβές δεν είναι φιλοτεχνημένες από το πολύτιμο αυτό υλικό, είναι κατασκευασμένες από λευκό κόκαλο, προερχόμενο κυρίως από βοδινά πόδια, το οποίο οι μαχαιροποιοί και σήμερα ακόμη, βράζουν με νερό, στάχτη και ασβέστη για πέντε περίπου ώρες, ακριβώς όπως έκαναν και πριν δύο αιώνες, για ν' αποκτήσει μία λαμπερή λευκότητα κι ύστερα το λειαίνουν πριν το χρησιμοποιήσουν.

Σπανιότερα όμως τα μαχαίρια είχαν σκουρόχρωμες λαβές, κατασκευασμένες από κέρατο. Τα πολυάριθμα κοπάδια αιγοπροβάτων της Κρήτης και τα γεροδεμένα κέρατα των βουβαλιών της, προσφέρουν ακόμη και σήμερα άφθονη την πρώτη ύλη για τις κεράτινες λαβές των μαχαιριών, ενώ σπανιότερα συναντώνται λαβές ακόμη και από τα κέρατα των αγριοκάτσικων του νησιού, περισσότερο γνωστών ως κρι - κρι.

Τα πλέον γερά και ανθεκτικά για λαβές κέρατα, είναι εκείνα του κριαριού και του τράγου. Από τα κριαρίσια προτιμούν τα "χρυσαφένια με νερά", ενώ τα βουβαλίσια κέρατα είναι περισσότερο στιλπνά και λαμπερά, αλλά υπόκεινται σε φθορά ταχύτερα απ' ότι τα τραγίσια κέρατα.

Τα μαχαίρια με τις σκουρόχρωμες κεράτινες λαβές ονομάζονται "μαυρομάνικα". Κάθε ένα κόκαλο ή κέρατο αρκεί για μία μόνο λαβή.

Μεγάλη αισθητκή αξία παρουσιάζουν τα αργυρά "φουκάρια", οι θήκες των "ασημωτών" μαχαιριών. Τα αντικείμενα αυτά συγκεντρώνουν επάνω τους τη ξεχωριστή αρτιότητα της τέχνης των Κρητικών αργυροχόων, καθώς και την ιδιόμορφη καλλιτεχνική τους έκφραση, η οποία εκδηλώνεται έντονα και εκφραστικά πάνω στις κυλινδρικές επιφάνειες των αργυρών θηκών των μαχαιριών.

Το κρητικό μαχαίρι

Η μουσική όπως όλοι πρέπει να γνωρίζουμε είναι μια, γεννήθηκε από την ανάγκη του ανθρώπου να μιμηθεί τα στοιχεία της φύσης όπως επίσης και την ανάγκη του ανθρώπου να εξωτερικεύσει τα συναισθήματα του ανάλογα με τον τρόπο ζωής του και σκέψης του έτσι λοιπόν δίκαια μπορούμε να πούμε ότι η μουσική είναι η μοναδική γλώσσα που ενώνει όλους τους λαούς.
Ποιος όμως είναι ο τρόπος έκφρασης στην Κρήτη και πόσο βαθιά έχει τις ρίζες του πίσω στο χρόνο.
Η Κρητική μουσική, όπως δημιουργήθηκε στα προϊστορικά χρόνια κι όπως διατηρήθηκε ή εξελίχθηκε ως τα σήμερα είναι η αρχαιοπρεπέστερη και γνησιότερη ελληνική και ευρωπαϊκή μουσική. Για αυτή μιλούν ο Πλάτωνας στους "Νόμους" και στον "Μίνωα", ο "Ευριπίδης" στους "Κρήτες", ο "Σοφοκλής" στον "Δαίδαλο", ο Ηρόδοτος στην "Ιστορία" του, ο Αριστοτέλης, ο Ισοκράτης, ο Θουκυδίδης, ο Πλούταρχος, ο Διόδωρος Σικελιώτης, ο Στράβων και άλλοι, που όλοι τους θαυμάζουν τον προελληνικό Μινωικό πολιτισμό. Αποδείξεις μπορεί να βρει κανείς στα μουσικοχορευτικά στοιχεία που διασώθηκαν απ' ευθείας ή πλάγια ανάμεσα στους αιώνες και στις περιπέτειες του νησιού και στη σύγχρονη ασματική και χορευτική πραγματικότητα.
Ο γεωγράφος Στράβων στις γεωγραφικές του διηγήσεις μιλάει για μεγάλη μουσική και "ορχηστρική" ακμή στην πανάρχαια Κρήτη που αντικατοπτρίζεται στους περίφημους Κρητικούς νόμους της μουσικής, της ποίησης και της όρχησης. Σχεδόν όλοι οι ιστοριολόγοι συμφωνούν λίγο έως πολύ πως ο Πυρρίχιος, ο Ταύρος, ο Ορσίτης, ο Επικρήδιος, ο Γέρανος κι όλοι οι πανάρχαιοι ιεροί και κοσμικοί χοροί είναι κρητικοί ή κρητικής καταγωγής που με την κατοπινή (Αρχαϊκή στα 1500 π.Χ., Δωρική στα 1000 π.Χ., Ρωμαϊκή στα 60 π.Χ. και Βυζαντινή στα 400 μ.Χ. περίπου) κατάκτηση του νησιού διασκορπιστήκανε και έγιναν τοπικοί χοροί με τους ανάλογους σκοπούς. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα αναφέρει πως η κόρη του Μίνωα Αριάδνη διδάχτηκε το χορό γέρανο με την ανάλογη μουσική υπόκρουση από τον πολυτεχνίτη και σοφό Δαίδαλο.
Ο Σοφοκλής στον "Αίαντα" αναφέρει περί "Κνωσσίων Ορχήσεως", μεγάλης θεαματικότητας και διάδοσης. Ο μεγάλος μουσουργός Θαλήτας 7ος π.Χ. νίκησε σε μουσικοχορευτικούς αγώνες στα Κάρνεια της Σπάρτης με τη θεία τέχνη της λύρας και του χορού που κατείχε από παράδοση. Η ιστορική παράδοση λέει πως πρώτος συνθέτης ερωτικών ωδών υπήρξε ο κρητικός μυθικός κιθαριστής Αμήτωρ που από τότε οι κιθαριστές ελέγοντο "Αμητορίδες". Ένας από τους αρχαιοελληνικούς ρυθμούς ο "παίον" που λέγεται και "Κρητικός", συναντάται ακόμα και σήμερα στα "ριζίτικα" τραγούδια μεταφέρθηκε στη Σπάρτη από τον Θαλήτα και ήταν δημιούργημα των Ετεοκρητών και Κορυβάντων σαν υποχρηματική στην πυρρίχιο μελωδία του Παιάνος Απόλλωνα.
Ένα από τα σύνθετα αρχαιοελληνικά μέτρα ο διτροχαίος λέγεται κατά παράδοση "Κρητικός".
Γενικά όπου στους αρχαιότερους ή νεότερους χρόνους γίνεται λόγος για μουσική και χορό η Κρήτη φέρεται να έχει προσφέρει πάρα πολλά.
Ας δούμε τώρα τη διάδοση και την εξέλιξη της Κρητικής μουσικής στους κατοπινούς αιώνες και τόπους.
Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός που εκληρονόμησε κι ακολούθησε τον εκλεκτό Μεσογειακό πολιτισμό της Μινωικής Κρήτης και γίνηκε η βάση του κατοπινού μεγαλείου της κλασικής αρχαιότητας, εκτός όλων των άλλων, χρησιμοποίησε και τα μουσικά της στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά μεταφέρθηκαν όπου διαδόθηκε ο Ελληνισμός, τροποποιήθηκαν και έγιναν με τον καιρό τοπική μουσική σε θρησκευτικούς και κοσμικούς ύμνους και σε μουσικούς και χορευτικούς νόμους (που τους έλεγαν μάλιστα τιμητικά κρητικούς).
Έτσι, με κρητικές επιρροές δημιουργήθηκαν σιγά σιγά όλα τα ποικιλώνυμα μουσικά μοτίβα.
Οι μουσικοί τρόποι (λύδιος, μιξολύδιος, φρύγιος, δώριος κ.λ.π.) που ελάμπρυναν την κλασική και βυζαντινή υμνολογία και οι σημερινές ευρωπαϊκές νότες με το πεντάγραμμο είναι αναμφισβήτητα εξέλιξη των επτά αλφαβητικών φθογγόσημων της αρχαιοελληνικής μουσικής όπως παρελήφθησαν από τους Λάτινους μεταφραστές, δηλαδή A, B, C, D, E, F,G, κι όπως από τον 10 αιώνα μ.Χ. τροποποιήθηκαν από τους Ευρωπαίους μουσουργούς Ουβάλντο και ντ' Αρέστο. Έτσι, η κρητική μουσική, όπως διατηρείται σήμερα στην Κρήτη αλλά κι όπως εξελίχθηκε δια μέσω των χρόνων και τόπων, είναι η αρχαιότερη μουσική, που αφού γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στο παρελθόν γίνηκε κατόπιν εξελιγμένη και τελειοποιημένη Κρητική, Ελληνική, Ρωμαϊκή, Βυζαντινή και τέλος Ευρωπαϊκή μουσική.
Επιπλέον, οι σκοποί που συνοδεύουν τον πόνο ή τον χορό μας στα ριζίτικα ή στα δημώδη τραγούδια ή στους συρτούς πεντοζάληδες για παράδειγμα, είναι το απλό μα και φαντασμαγορικό αποτέλεσμα της ατέρμονης κοσμογονικής μας παράδοσης. Ο δώριος, ο λύδιος και οι άλλοι τρόποι που ξεχωρίζουν στις σημερινές μας μελωδίες είναι απόδειξη αρκετή για αυτά που αναφέραμε πιο πάνω.
Μια σχετικά εκτεταμένη επιστημονική έρευνα, αναμφισβήτητα θα φέρει σε φως κι όλα τα άλλα υπάρχοντα στοιχεία και θα βοηθήσει να ερμηνευτούν και να αρθούν πολλές πλάνες σχετικά με την Κρητική μουσική.
Η μουσική, το τραγούδι, ο χορός, η μακρά παράδοση της μαντινάδας της γνήσιας αυτής ποιητικής φλέβας η οποία εκφράζεται με την συμπόνια την καλοσύνη την έξαρση και ζητά να πάρει θάρρος από την φιλία και την αφοσίωση και η ευρύτατη χρήση της στην καθημερινή ζωή την έχουν καταστήσει ως ένα από τα σημαντικότερα μέσα καλλιτεχνικής έκφρασης των απλών ανθρώπων του νησιού οι οποίοι και στην καθημερινή ομιλία τους αυτοσχεδιάζουν με θαυμαστή ευχέρεια δίστιχα για να εξυπηρετήσουν κάποια συγκεκριμένη ανάγκη τους.
Στις μέρες μας οι φυσικές ιστορικές και ευρύτερα κοινωνικοοικονομικές συνθήκες έχουν αλλάξει. Ο κόσμος αλλάζει μα ο άνθρωπος όπου γης εξακολουθεί να έχει τα ίδια προβλήματα επιθυμίες, χαρές, λύπες και αγωνίες. Τις χαρές τον πόνο τον έρωτα τραγουδά η Κρήτη με την παράδοση της, βαθιά ανθρώπινη σε ένα κόσμο που ψάχνει να βρει τον άνθρωπο. Τα νέα παιδιά εξακολουθούν και σήμερα να χορεύουν τους χορούς της Κρήτης, να τραγουδούν τις μαντινάδες της να δημιουργούν να μαθαίνουν τα μουσικά όργανα γεγονός που οφείλεται κυρίως στη δύναμη της ψυχής το μεράκι και την ιδιοσυγκρασία των Κρητικών όπου κι αν βρίσκονται. Αυτόν τον εκφραστικό πλούτο της κρητικής παράδοσης και ομιλίας που κυματίζει με την άνεση του στίχου του Ερωτόκριτου και της Ερωφίλης που ζωγραφίζει στον αέρα τα αγριμάκια και παιχνιδίζει με την αστείρευτη πηγή της μαντινάδας την εμιλιά της Κρήτης τη φωνή της κρητικής ψυχής μια φωνή που μέσα από αυτή μιλούν οι χιλιάδες των χιλιάδων προγόνων μας όπως θα έλεγε και ο Καζαντζάκης εμείς έχουμε χρέος σε αυτή τη μεταβατική εποχή που όλα σχεδόν χάνονται με γρήγορους ρυθμούς να τα κρατήσουμε για τους νεότερους.
Να τα διαφυλάξουμε όχι ως μουσειακό ούτε ως φολκλορικό είδος αλλά ζωντανά όπως επί αιώνες παραμείναν και εξακολουθούν να παραμένουν σήμερα στην Κρήτη.
Αποτελεί αυτό μια ανάγκη για τα παιδιά μας και εμάς τους ίδιους. Για να μη χαθούμε στα αλλοτριωτικά ρεύματα του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου ηλεκτρονικού κόσμου και του χαοτικού διαδυκτίου. Αποτελεί όμως και ανάγκη και για τους επισκέπτες του νησιού που θέλουν πράγματι να γνωρίζουν την Κρήτη τις ομορφιές της τις ιδιοτερότητες της την καθημερινή ζωή την παράδοση της και τον πολιτισμό της γενικά.
Είναι η άλλη διάσταση της τουριστικής ανάπτυξης της Κρήτης που πρέπει επιτέλους να δούμε, η ουσιαστική επαφή των ξένων με τον πολιτισμό μας ώστε να γίνουν γνήσιοι πρεσβευτές του πολισμού μας στο εξωτερικό.

Η Λύρα



Συναντάται σε τρεις τύπους, δηλαδή το λυράκι, την κοινή λύρα και τη βροντόλυρα. Έχουν τρεις χορδές, σήμερα μεταλλικές, παλιότερα εντέρινες, που κουρδίζονται κατά πέμπτες καθαρές ή ακόμη και αλά τούρκα, δηλαδή κατά διαστήματα πέμπτης και τέταρτης καθαρής. Διαφέρουν μόνο ως προς το μέγεθος, τον ήχο που παράγουν και τη χρήση. Η βιολόλυρα είναι ένας άλλος τύπος λύρας, που δημιουργείται γύρω στο 1925, με εμφανείς επιδράσεις από το βιολί. Όλα τα παραπάνω μουσικά όργανα παίζονται με τόξο. Παλιότερα στο τόξο κρεμούσαν μια σειρά από μικρά σφαιρικά κουδουνάκια, τα γερακοκούδουνα, τα οποία, με τις κινήσεις του τόξου, πρόσφεραν ένα είδος χαρακτηριστικής αρμονικής και ρυθμικής συνοδείας της λύρας. Η λύρα, αν και γνωστή στον ελλαδικό χώρο ήδη από τον 9ο αιώνα, δεν είναι βέβαιο από πότε άρχισε να χρησιμοποιείται στην Κρήτη.



Το λαούτο.

 

Πρόκειται για το γνωστό σε όλη τη Ελλάδα μουσικό όργανο, λίγο μεγαλύτερο σε μέγεθος, με τέσσερα ζεύγη χορδές, παλαιότερα εντέρινες, σήμερα μεταλλικές, που κουρδίζονται κατά πέμπτες. Συνοδεύει ρυθμικά και αρμονικά τη λύρα ή το βιολί, άλλοτε παίζοντας τους βασικούς φθόγγους της μελωδίας, άλλοτε προσφέροντας ένα απλό ή διπλό ισοκράτημα και άλλοτε παίρνοντας, για σύντομο διάστημα, τη μελωδία προκειμένου να ξεκουραστεί ο λυράρης ή ο βιολιστής. Πολλές φορές το λαούτο χρησιμοποιείται και ως σολιστικό όργανο.



Η ασκομαντούρα 

 

Είναι ο γνωστός από πολύ παλιά άσκαυλος. Αποτελείται από δερμάτινο ασκί που χρησιμεύει ως αποθήκη αέρος, το ξύλινο ή καλαμένιο ή κοκαλένιο επιστόμιο με βαλβίδα, μέσα από το οποίο φυσά ο οργανοπαίκτης τον αέρα, και τη συσκευή παραγωγής του ήχου, η οποία περιλαμβάνει μια αυλακωτή σκάφη που καταλήγει σε χοάνη και δύο αυλούς, τύπου κλαρινέτου με μονό επικρουστικό γλωσσίδι και 5 συνήθως τρύπες. Η ασκομαντούρα παίζεται σε συνήθως σε ανοικτό χώρο, άλλοτε μόνη της και άλλοτε με συνοδεία λαούτου ή μικρού νταουλιού (νταουλάκι), ή ακόμη και άλλων αυτοσχέδιων ρυθμικών οργάνων. Το όργανο αυτό, πολύ διαδεδομένο παλιότερα στην Κρήτη, τείνει δυστυχώς σήμερα να εκλείψει.



Το νταουλάκι



Πρόκειται για ένα μικρό νταούλι που παίζεται με δύο ραβδάκια, τα νταουλόξυλα, και συνοδεύει ρυθμικά τη λύρα ή το βιολί . Παλιότερα ήταν ευρύτατα γνωστό, ιδίως στην ανατολική Κρήτη, ενώ σήμερα έχει σχεδόν εξαφανιστεί.

Μουσικά όργανα της Κρήτης 

bottom of page