top of page

Το έγκλημα του Διονύσου 1909

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ένας ξεγραμμένος φόνος

Είμαστε στην δεύτερη Κυριακή του Ιούλη, μα εκατό χρόνια πίσω, στα 1909, είναι τόση η ζεστή που κανένας δεν είχε όρεξη και κέφι για παιγνίδια. 

Έστριβαν νωχελικά την δεκάρα με τα στοιχήματα, κορώνα ή γράμματα, 

έτσι για να έχουν άστοχες πονταρισιές. 

Μοναχά ο Βασίλης παίζει με ζήλο, στα σοβαρά. Παίζει για να μην χαλάσει το λιγοστό μαζεμένο χρήμα. Έχει μια σιγουριά που γράφεται στο περίεργα νηφάλιο πρόσωπο του. 

Γιατί σήμερα είναι τόσο ήρεμος, βέβαιος για την επιτυχία, τόσο που περιμένει με καρτερικότητα να τους τα πάρει όλα. Τα καταφέρνει περίφημα, είναι η δικιά του Κυριακή.

Το 1909 είναι που γεννιέται το μανιφέστο του φουτουρισμού από τον Μαρινέττι, επίσης η φημισμένη 9η συμφωνία και πιο ολοκληρωμένη, από τον Μάλερ που η απιστία του τον έφερε για μια και μοναδική συνεδρία στο ντιβάνι του Φρόιντ.

Στην Ελλάδα οι απεργίες των φθισικών καπνεργατών του Βόλου, το πτυχίο νομικής του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη αλλά και το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδή χαρακτηρίζουν την χρονιά.

Μα στην Πεντέλη οι μετανάστες από τα Ιταλικής κτίσης Δωδεκάνησα σκορπούν τα Κυριακάτικα βράδια μέσα από ανώδυνα συναισθήματα. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η καρδιά και το μυαλό δεν πέρασαν το πέλαγος, έμειναν στο νησί.

Ο ήρωας της ιστορίας είναι μεσήλικας μάλλον αδιάφορος στην όψη και τα λιγοστά του γράμματα δεν βοηθούν για να βρει χαμένες άκρες, άλλωστε το φτωχικό σπίτι του γεμάτο ανάγκες δεν αφήνουν περιθώρια να χωρέσουν σκέψεις επιθυμιών και ονείρων. Μα όνειρο είναι μια καρέκλα και ένα ντιβάνι ή ανάγκη, ακόμη δεν έχει καταλήξει. 

Το τελευταίο γύρισμα του νομίσματος και τους τα πήρε όλα. Η πονταρισιά ήταν για διπλά ή χαμένα όλα. Έβαλε με αργές κινήσεις στην εσωτερική σκισμένη θέση του σκοροφαγωμένου καπέλου το κερδισμένο χρήμα και χαιρέτησε. Είχε λόγο, θα κατέβαινε στο χωριό να ψωνίσει οπωροκηπευτικά. Είχε ήδη μαζευτεί και ο ήλιος στο γιατάκι του.

Παράτησε από καιρό το μάρμαρο, η εξόρυξη, το κόψιμο των όγκων της πέτρας, η μαρμαρόσκονη που κατατρώει τα σωθικά δεν έγινε ποτέ πραγματική ερωμένη, ποτέ η δουλειά του. Το εμπόριο τον ξεσήκωνε, τον έκανε να νιώθει πλήρης. Μπαινόβγαινε στα νταμάρια προμηθεύοντας τους δικούς του, τους Καρπάθιους με λογείς λογείς πραμάτεια, κυρίως φαγώσιμα μα ό,τι κι αν του ζητούσαν, ήταν πρόθυμος να τους το βρει, να το ξετρυπώσει και να τους το φέρει. 

Η τελευταία του ώρα έφτασε προγραμματισμένα από τον άγνωστο δολοφόνο. Στο δάσος του Βρανά λίγο πάνω από τον Μαραθώνα, με τα κερδισμένα που ξεπερνούσαν τα τέσσερα κατοστάρικα και βαλμένα με μαεστρία, μέσα στο καπέλο, θα ψώνιζε τις περίφημες ντομάτες από τα γύρω μποστάνια, είναι το νερό που τις κάνει μυρωδάτες και ζουμερές, πραγματικές, τόσο που πνίγεσαι στο αληθινά κόκκινο χρώμα τους.

Εκεί ήταν στημένο το καρτέρι, μια πιστολιά σε αυτόν, δυο μαχαιριές στα καπούλια του αλόγου. Σύρθηκε, ματωμένος, στους διπλανούς θάμνους και έσβησε αβοήθητος. Πήρε μαζί του το σκοτεινό πρόσωπο του δολοφόνου.

Ο φονιάς, σκίζοντας το εσωτερικό του καπέλου μάγκωσε το χρήμα και την κοπάνησε. Η σφαίρα δεν έφτασε για τον Βασίλη Σπανό, το χτύπημα χαμηλά στο στομάχι δεν αρκούσε, ο δολοφόνος του κατάφερε και εφτά μαχαιριές, βίαιες, με την κάμα του μαχαιριού να μπαινοβγαίνει ξεσκίζοντας ένα από ώρα νεκρό, άψυχο σώμα.

Ένας περαστικός, ανύποπτος, χωροφύλακας, ο Φραγκάκης, την επομένη μέρα έπεσε πάνω στο στεγνό πτώμα.

Το στιλέτο βρέθηκε παρατημένο στο κοντινό ρυάκι που όπως συμπέρανε ο ανακριτής, το ξέχασε ή παράτησε, ο δράστης καθώς ξέπλυνε τα κόκκινα από ξένο αίμα, χέρια του.

 

 

 

Δυο γιούς είχε το θύμα, ο Κώστας και ο Γιάννης, που συγκλονισμένοι από το δράμα στις αστυνομικές αρχές μπόρεσαν μοναχά να ψελλίσουν πως το φονικό μαχαίρι άνηκε στον πατέρα τους. Μοιραίο δώρο από τον δεύτερο ξάδελφο του, Κώστα Σαφή που και κατηγορήθηκε σαν τον βασικό ύποπτο για τον φόνο. 

Με συνεργό τον φίλο του Κωνσταντίνο Μηνακάκη.

Ο ανακριτής ψάχνει καταρχήν στον εργασιακό χώρο, στα λατομεία, τους Καρπάθιους, τους ξαφνικούς απόντες που δεν είναι άλλοι από τους προαναφερθέντες.

Τους αναζητά η αστυνομία και τους συλλαμβάνει, στην πλατεία Ψυρρή, μέσα στο καφενείο “ηρώων”, φορούν ολοκαίνουρια λευκά κουστούμια με ψιλή καφέ ρίγα, την μόδα της εποχής, και με 125 δραχμές στην τσέπη του καθενός, έτοιμοι για ταξίδι στο νησί.

Συνελήφθησαν αμέσως και οδηγήθηκαν για ανάκριση.

Ο Κωστής Σαφής προβάλλει άλλοθι την παρουσία του στο κατάστημα του Κουκουτσέα, όπου έπαιζε χαρτιά, κονιτσίνα. Νωρίτερα όπως είπε ήταν στα γραφεία της εταιρίας προετοιμάζοντας το ταξίδι του στην Κάρπαθο. Προσπαθούσε να εισπράξει μερικά δεδουλευμένα μεροκάματα.

Αν δεν έπαιρνε δυναμική θέση η Καρπάθικη παροικία, ήταν σχεδόν σίγουρη η καταδίκη των Σαφή και Μινακάκη.

Η αστυνομία ταυτοποίησε το όπλο μάρκας “έξτρα λεμπέλ”, όπλο που εκπυρσοκροτεί και πετά τον κάλυκα, βρέθηκε στο σπίτι τού ξαδέλφου του, Σαφή, εκεί η αστυνομία σε έναν τυπικό έλεγχο βρήκε μόνη την σύζυγο του ξαδέλφου του η οποία κυριευμένη από τρόμο παρέδωσε το πιστόλι.

Το όπλο του Σαφή είχε φτύσει την σφαίρα που τρύπωσε στα σωθικά του δυστυχισμένου θύματος.

Όσο για το μαχαίρι, ο φερόμενος δράστης, παραδέχθηκε πως εκείνος το είχε χαρίσει στο θύμα, δεν μπόρεσαν όμως να βρεθούν στοιχεία γιατί το ρυάκι είχε ξεπλύνει τα αποτυπώματα του δράστη.

Ο σπουδαίος ανακριτής και μετέπειτα υπουργός δικαιοσύνης Κωσταντίνος Βρυάκος στην κυβέρνηση Μεταξά, στάθηκε καταπέλτης. Ξεκαθάρισε στις εφημερίδες πως το έγκλημα έγινε από τον Σαφή, με συνεργό του τον Μηνακάκη, χαρακτήρισε μάλιστα τον πρώτο ως άτομο «υπόπτου διαγωγής».

Το ξανθό του μουστάκι, το μικρό ανάστημα, η νευρική παρουσία, δείχνει, προβάλλει στον κάθε έναν από εμάς διαφορετικά κίνητρα. 

Τα μικρά μάτια του δεν σταματούν να γυρνούν, να ψάχνουν, να απορούν ενώ ταυτόχρονα να σχεδιάζουν.

Ο Γολγοθάς για τους φερόμενους ως δράστες ξεκίνησε από τις αρχές του Αυγούστου 1909, έως και τα τέλη Μαρτίου 1910, όπου ξεκίνησε και η ακροαματική διαδικασία της δίκης.

Όλο αυτό τον καιρό κρίθηκαν προφυλακισμένοι, κάθε ισχυρισμός τους κατέρεε μπροστά στον σίφουνα ανακριτή, είχε προαποφασίσει για την σκληρή καταδίκη τους.

Είναι οι πρόεδροι των Καρπάθικων συλλόγων, Β. Βεργής και Εμμ. Χατζημιχάλης, γιατροί και οι δυο, που αναλλαμβάνουν μπροστάρηδες να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Προβάλλουν ισχυρές αντιρρήσεις για την εξέλιξη της υπόθεσης σε βάρος των συντοπιτών τους. 

Δείχνουν μια άλλη σκοτεινή πλευρά της υπόθεσης που κανένας στην αρχή δεν είχε συνειδητοποιήσει.

Όταν το θύμα, ο Βασίλης, αποφάσισε να ασχοληθεί με το εμπόριο βρήκε το μοναδικό μεγαλομπακάλικο απέναντι του. Οι αδελφοί Κουκουτσέα είχαν το μοναδικό κατάστημα στην περιοχή που λειτουργούσε σαν μονοπώλιο.

Με τις τιμές στα ύψη αλλά τους Καρπάθιους εργάτες να μην έχουν άλλη επιλογή όχι μόνο προκαλούσε αγανάκτηση μα πολλές φορές και το μίσος τον φτωχών λατόμων.

Στο πρόσωπο του Σπανού βρήκαν τον δικό τους άνθρωπο, έτσι όλοι στράφηκαν για τις καθημερινές αγορές σε αυτόν.

Ο δολοφονημένος δεχόταν τακτικά απειλές από τους τρεις αδελφούς Κουκουτσέα, τόσο που το έκανε θέμα στον τοπικό σταθμάρχη μα εκείνος δεν τον πήρε ποτέ στα σοβαρά. Θεωρούσε όπως όλοι, πως ήταν πικρά αστεία από τους οικονομημένους μεγαλοεπιχειρηματίες του Διονύσου.

Οι Καρπάθιοι στο σύνολο τους, ακολούθησαν αυτήν την υπερασπιστική γραμμή.

Έφεραν μάλιστα τους μεγαλέμπορους στο σημείο να κάνουν οι ίδιοι μήνυση, να προκαλέσουν αναστάτωση και να ζητήσουν την εξέταση 100 μαρτύρων προκειμένου να φανεί η δικιά τους αθωώτητα.

Η πολύκροτη δίκη ξεκίνα στις 20 Μαρτίου 1910. 

Με πρόεδρο τον γνωστό, σκληρό στο κακουργιοδικείο, Α. Βελλίνη.

 

 

 

Από τους 55 μάρτυρες κατηγορίας εμφανίστηκαν μοναχά οι 30. Ανάμεσα σε αυτούς οι περισσότεροι ήταν αστυνομικοί και χωροφύλακες.

Το σασπένς κορυφώνεται, ηλιοκαμένος, μαυρισμένος, ο Σαφής στέκει νευρικός, αεικίνητος, σείεται από την αγωνία και τον φόβο, ενώ ο δικηγόρος του, ο Βλαχόπουλος, με έξυπνους χειρισμούς αρνείται την αναβολή, ξεκινά να καλεί τους μάρτυρες υπερασπίσεως που είναι όλοι εκείνοι που γνώριζαν τους κατηγορούμενους και σαν συνεννοημένοι δεν αμφέβαλαν καθόλου για το ήθος τους.

Πέρασαν μοναχά την πρώτη μέρα, από τις διφορούμενες ερωτήσεις του Πρωτοδίκη Μίχα οι: Φ. Ιωάννου, Βιτωρούλης, Μηλιώτης, Γ. Μοσχούς, Ευδοξία Σαφή, Χατζηαντωνίου, ο επιστάτης Μανώλης Βεργής, ο Γιάννης Ξηράκης, ο Γιώργος Χατζημηνάς και ο Μανώλης Μοσχούς.

Όλοι πρόβαλλαν αφενός μεν τον θετικό χαρακτήρα των κατηγορουμένων αφετέρου δε το ισχυρό τους άλλοθι, μιας και την ώρα του φονικού και οι δυο ήταν σε διαφορετικούς τόπους. Πολλές οι αντιφάσεις, πολλές οι ιδιότροπα περίεργες συμπτώσεις, που έμειναν σαν παραμύθι στο πέρασμα του χρόνου.

Οι δυο κατηγορούμενοι σε μεγάλη έκπληξη του Αθηναϊκού κοινού, που παρακολουθούσε με αμείωτο ενδιαφέρον τη δίκη, αθωώθηκαν.


Όλα τα στοιχεία έδειχναν, φωτογράφησαν την αδιαφιλονίκητη πράξη από τους κατηγορουμένους. Μα οι Καρπάθιοι πήρα το μολύβι από τα χέρια της μοίρας.

Η εφημερίδα «Εμπρός», τονίζει τις επαλειμμένες ζητωκραυγές των Καρπαθίων με την απόφαση αθώωσης από τους ενόρκους.

Ο κύκλος της παροικίας δεν ήθελε λεκέδες στην διαδρομή του.

Μα αλήθεια τι χρονιά έχουμε; Σαν να είμαστε στο 1912, εκατό χρόνια πίσω, σαν να πέρασαν ίσα-ίσα, δυο χρόνια από από το αποτρόπαιο γεγονός και τώρα ξεφυλλίζοντας μια ξεχασμένη εφημερίδα, χάραμα ακόμη, νιώθω πως θα συναντήσω στο κατώφλι της ξωπορτιάς νεαρούς με λευκά κουστούμια με ψιλή καφέ ρίγα. 

Το μελανό σημάδι στο βιβλίο της ιστορίας μας ήταν για πολλά χρόνια επιμελημένα κρυμμένο, καταχωνιασμένο.

Τι μπορεί να μείνει κρυφό, τι μπορεί να κάτσει στην σκιά ήσυχο χωρίς να φωνάζει, να βγάλει φτερά και να μπει ένα πρωί μέσα στο πιο στενό, δύσβατο, σημείο του μυαλού μας.

Οι πρωταγωνιστές της ιστορίας, αθώοι και ένοχοι, πέρασαν όλοι στην παρασκιά, στο μεταίχμιο, στην αιώνια νιότη της μη ζωής.

Εμείς πάλι άλλοτε ξυπνάμε και νιώθουμε το πεπερασμένο της ανάσας μας μα άλλοτε κινούμαστε σαν αγάλματα που θα στέκουν παντοτινά.

Το 1909 είναι η χρονιά που προετοιμάζονταν όλοι για την καταστροφή της γης. Η μοιραία σύγκρουση με τον κομήτη του Χάλεη θα ήταν αναπόφευκτη.

Τελικά ακόμη περιμένουμε έναν κάποιον αόριστα εξωγήινο κομήτη, να μας ανακατέψει λίγο τον χρόνο που τόσο αδυσώπητα παρασύρει, καίει τα πάντα στο πέρασμα του.






24grammata.com/ Ιστορίες της Αθήνας
έρευνα/συγγραφή: Μανώλης Δημελλάς

bottom of page