Μπάμπης Χολίδης
ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ: 1976, 1980, 1984 (3ος), 1988 (3ος)
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΜΗ ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ: 3ος στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1978 και του 1986, 2ος στο Ευρωπαϊκό του 1983 και του 1986, 3ος στο Ευρωπαϊκό του 1976, Μεσογειονίκης: 1975, 1979
Από τη θύρα 9 του Σταδίου Καραϊσκάκη ξεκίνησε ο Μπάμπης Χολίδης την πορεία προς την αθλητική καταξίωση και την ολυμπιακή διάκριση. Στα μέσα της δεκαετίας του `60, μαζεύονταν εκεί οι περισσότεροι πρόσφυγες από την πρώην Σοβιετική Ενωση. Κάτω από την εξέδρα ήταν το προπονητήριο του Ατλαντα Καλλιθέας. Ο Ολυμπιονίκης του Λός Αντζελες και της Σεούλ, γεννήθηκε στην πόλη Παχταράου του Καζακστάν την 1η Οκτωβρίου 1956.
Στις 8 Ιουνίου 1965 με τους γονείς του Δημήτρη και Ελένη, τον αδελφό του Χρήστο ο οποίος επίσης ασχολήθηκε με την πάλη και τις αδελφές του Μαρία και Δέσποινα, αντίκριζαν για πρώτη φορά την μητέρα πατρίδα. Εγκαταστάθηκαν στην Καλλιθέα και γράφτηκε στο 3ο δημοτικό σχολείο της πόλης. Δεν έμεινε όμως για πολύ στα γράμματα. Το 1968 τον τράβηξε η πάλη και ο Άτλαντας, στον οποίο έβρισκαν καταφύγιο οι περισσότεροι Πόντιοι κατά την επιστροφή τους στην πατρίδα. Όπως θυμάται "όλοι οι συνομήλικοι που ήρθαμε μαζί από την πρώην ΕΣΣΔ, ασχοληθήκαμε με την πάλη. Πηγαίναμε τα απογεύματα και προπονούμαστε στο στάδιο Καραϊσκάκη υπό τις οδηγίες του Παράσχου Μπόρα, κορυφαίο προπονητή στην ιστορία της ελληνικής πάλης".
Ο Χολίδης όταν αγωνίσθηκε για πρώτη φορά στην κατηγορία των παίδων, ζύγιζε μόλις 24 κιλά. Αν και μικροκαμωμένος δεν άργησε να δείξει το ταλέντο του Το 1971 αναδείχθηκε στη Θεσσαλονίκη πρωταθλητής Ελλάδας στους άνδρες στην κατηγορία των 48 κιλών. Η στιγμή ήταν μοναδική για να φύγει από το μυαλό του. "Ήμουνα μόλις 15 χρονών και ζύγιζα 44 κιλά. Στον τελικό νίκησα όμως τον Σωτήρη Βέτα ο οποίος τέσσερις μήνες νωρίτερα είχε κατακτήσει την 4η θέση στο παγκόσμιο πρωτάθλημα της Σόφιας".
Το 1972 ο Γεώργιος Πετμεζάς εμπιστεύθηκε στον Χολίδη μια θέση στην εθνική ομάδα. "Είχα την ευτυχία ο πατέρας μου να αγαπάει τον αθλητισμό και όταν κλήθηκα στην εθνική δεν με άφησε να ξαναπάω στην οικοδομή. Οταν μάλιστα σταμάτησα το σχολείο, ήμουνα πρωί - βράδυ με τον Πετμεζά". Κάπως έτσι, με πολύ δουλειά και θυσίες, ανδρώθηκε ο αθλητής ο οποίος έμελλε να τιμήσει και με το παραπάνω τα ελληνικά χρώματα. Το 1976 σε ηλικία 19 χρόνων συμμετείχε στην ελληνική αποστολή που ταξίδεψε στον Καναδά για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ. Είχε ήδη στη συλλογή του ένα χάλκινο μετάλλιο ευρωπαϊκού πρωταθλήματος (1976 - Λένινγκραντ), αλλά δεν ήταν αρκετό για να φοβίσει τους αντιπάλους του. "Ήμουνα παιδί πάνω στην ανάπτυξη και χρειάστηκε παραμονές των αγώνων να χάσω 11 κιλά για να αγωνισθώ στην κατηγορία των 52 κ. Αν ανέβαινα κατηγορία ίσως να πήγαινα καλύτερα" τονίζει.
Το ίδιο λάθος επαναλήφθηκε το 1980 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας. Έχασε και πάλι πολλά κιλά και ο οργανισμός του δεν άντεξε. Έκτοτε έβαλε μυαλό. Άρχισε να παλεύει στα 57κ. και οι διακρίσεις δεν άργησαν να έρθουν. Το 1984 στο Λος Αντζελες αγωνίσθηκε στον μικρό τελικό με αντίπαλο τον Ρουμάνο Νικολάι Ζαφίρ. Τον νίκησε με 1-0 κατακτώντας το χάλκινο μετάλλιο. "Είχα ήδη αποκτήσει τεράστιες εμπειρίες. Το μόνο που έλειπε από τη συλλογή μου ήταν ένα ολυμπιακό μετάλλιο. Δεν θα συγχωρούσα τον εαυτό μου αν έχανα από τον Ρουμάνο. Είχα κάνει το λάθος νωρίτερα όταν έπαιξα συγκρατημένα με τον αθλητή από την Ιαπωνία και έμεινα εκτός μεγάλου τελικού παραχωρώντας ισοπαλία 6-6". Μεγάλος μαχητής και σίγουρος για τις δυνατότητές του, ακολούθησε το 1988 την ελληνική αποστολή για τους Ολυμπιακούς αγώνες της Σεούλ, παρά το γεγονός ότι προέρχονταν από σοβαρό τραυματισμό
"Πήγα στη Σεούλ ουσιαστικά με ένα πόδι. Το 1987 υποβλήθηκα σε δύο εγχειρήσεις και είχαν τοποθετηθεί 4 λάμες στην επιγονατίδα. Δεν ήθελα όμως να χάσω τους Ολυμπιακούς Αγώνες και για το λόγο αυτό μετά την εγχείρηση πήρα μέρος στο πρωτάθλημα Ευρώπης αποκλειστικά και μόνο για να κατοχυρώσω το δικαίωμα συμμετοχής στην κορυφαία γιορτή του πλανήτη. Το Σεπτέμβριο του 1988 ήμουνα σε καλή κατάσταση και στον μικρό τελικό νίκησα τον Βούλγαρο Στόγιαν Μπάλοφ". Ο αγώνας με τον Βούλγαρο ήταν το κύκνειο άσμα για τον μικροκαμωμένο παλαιστή με το περίσσιο θράσος. Ήταν τρίτος στο παγκόσμιο πρωτάθλημα το 1978 και το 1986. Δεύτερος στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα του 1983 και 1986. Κατέκτησε χάλκινο μετάλλιο στο παγκόσμιο κύπελλο το 1982, ασημένιο το 1983 και χρυσό το 1985, ενώ αναδείχτηκε Μεσογειονίκης το 1975 και 1979. Ο ίδιος δηλώνει ότι μπορούσε να πετύχει περισσότερα. "Αν είχα προπονηθεί σε μια καλύτερη σχολή πάλης, όπως ήταν η σοβιετική ή της Βουλγαρίας, για 10 χρόνια δεν θα με κέρδιζε κανένας στον κόσμο. Οι συνθήκες στην Ελλάδα δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές και εγώ είμουνα εκείνος ο οποίος μάθαινα τεχνική στους συναθλητές μου" τονίζει.
Ο Έλληνας Ολυμπιονίκης θεωρεί κορυφαίο παλαιστή όλων των εποχών τον χρυσό Ολυμπιονίκη της Μόσχας στην κατηγορία του, τον Τσέρικοφ, ο οποίος αυτοκτόνησε πριν λίγα χρόνια. "Χόρευε στο ταπί όπως ο Νουρέγεφ" υπογραμμίζει.
Ο αστυφύλακας Μπάμπης Χολίδης, τίτλος που του απονεμήθηκε από την Ελληνική Αστυνομία για την επιτυχία του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984, το 1989 επέστρεψε στον Άτλαντα Καλλιθέας για να αρχίσει προπονητική καριέρα. Το 1990 ανέλαβε προπονητής της εθνικής ομάδας των παίδων και το 1996 οδήγησε μαζί με τον Γιώργο Ποζίδη την εθνική ομάδα των ανδρών στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα. Στη συνέχεια εργάστηκε ως συνεργάτης του Ρώσου Γκενάντι Σαπούνοφ στην εθνική ομάδα ανδρών της ελληνορωμαϊκής. Από το 1998 έως το 2000 διετέλεσε πρώτος προπονητής στην εθνική ανδρών σε συνεργασία με τον Δημήτρη Θανόπουλο και τον Αριστείδη Γρηγοράκη.