Παλιά καφενεία
Αγκυροβόλιο ποιητών, μουσικών και διανοουμένων. Χώρος μυθικός, τραγουδισμένος. Χώρος λαϊκός, για παρέες και μοναχικούς. Σημείο συνάντησης, εξέδρα ρεμβασμών και θυμοσοφίας, «πρακτορείο» ειδήσεων, μικρή Βουλή, θέατρο πολιτικών συζητήσεων και αντιπαραθέσεων... Κυρίες και κύριοι, η αυτού μεγαλειότης, το Καφενείο...
Οι περισσότεροι θαμώνες ήσαν ηλικιωμένοι πού φορούσαν κοστούμια, γραβάτες και καπέλα. Υπήρχε ένας μόνιμος θόρυβος από ομιλίες πού έφτανε ως ένα ορισμένο ύψος και σε προστάτευε από τη σιωπή..Έκτος από ελάχιστες εξαιρέσεις, οι άνθρωποι αυτοί ήταν πολύ ήρεμοι, απολάμβαναν με αργές κινήσεις τον καφέ τους, κάπνιζαν, έπιναν ούζο, ρακή, κονιάκ ή μπύρα, και έπαιζαν τάβλι, σκάκι ή χαρτιά. Κουβαλούσαν σχεδόν πάντα στην τσέπη του πανωφοριού τους μια εφημερίδα, πού διάβαζαν με μεγάλη προσοχή. Όταν ήταν με παρέα, σχολίαζαν κάποιο γεγονός, οπότε άρχιζε μια συζήτηση γύρω από την πολιτική, τα τελευταία νέα, την ακρίβεια και τα επιτεύγματα της Ιατρικής.
Τα ελληνικά καφενεία, όπως και τα καφέ σ’ όλη την Ευρώπη, αποτελούσαν ανέκαθεν κοινωνικό θεσμό. Είχαν συνδεθεί με τη ζωή του νεοέλληνα και ήταν κέντρο της κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής της Αθήνας. Στην πελατεία τους περιλαμβάνονταν πολλές διασημότητες των τεχνών, της λογοτεχνίας και της πολιτικής. Εδώ διαμορφώνονταν καλλιτεχνικές παρέες, ανταλλάσσονταν ιδέες και προωθούνταν νέα ρεύματα στη λογοτεχνία και την τέχνη. Ήταν επίσης τόπος συνάντησης για πολιτικές συζητήσεις, αλλά και πολιτικής αντιπαράθεσης. Τα καφενεία της Πλατείας Συντάγματος αποτελούσαν το ευνοούμενο κέντρο διαβούλευσης των ψηφοφόρων και των πολιτευτών τους και θεωρούνταν “προθάλαμοι της Βουλής”.
Το Καφέ Ζόναρ’ς (Zonar’s), ένα από τα ιστορικότερα καφέ-ζαχαροπλαστεία της Αθήνας, βρίσκεται στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου, απέναντι από το μεγαλοπρεπές Μέγαρο Σλήμαν, το “Ιλίου Μέλαθρον”.
Ανάμεσα στα πολλά παλαιά και με ιστορία καφενεία της Αθήνας, που δεν υπάρχουν σήμερα, ήταν ακόμη το καφενείο του “Γαμβέττα”, που στεγαζόταν στο κτίριο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, στη συμβολή της οδού Κοραή με την Πανεπιστημίου, το “Βυζάντιον” της Πλατείας Κολωνακίου, που στεγαζόταν σ’ ένα παλαιό νεοκλασικό κτίριο με θαμώνες του, ανάμεσα σ’ άλλες προσωπικότητες, τον Γεώργιο Παπανδρέου, την Ελένη Βλάχου και το Μάνο Χατζηδάκι
Το “Μπραζίλιαν” της οδού Βουκουρεστίου, στέκι του Κώστα Ταχτσή και του Αλέκου Φασιανού, το “Ηραίον” στη συμβολή των οδών Αγίου Μελετίου και Πατησίων, προσφιλές στέκι του Οδυσσέα Ελύτη, το καφέ-ζαχαροπλαστείο του “Φλόκα” επί της οδού Πανεπιστημίου, δίπλα ακριβώς σ’ αυτό του “Ζόναρ’ς”, το καφενείο του “Λουμίδη”, γνωστό ως “Το Πατάρι του Λουμίδη”, επί της οδού Σταδίου.
Το «πατάρι» της Σταδίου έχει μείνει στην ιστορία… Το Πατάρι της Σταδίου άνοιξε τον Ιανουάριο του 1938 στο νούμερο 38 της οδού Σταδίου, δίπλα στη Στοά Νικολούδη. Έγινε το σημαντικότερο και εμβληματικότερο λογοτεχνικό καφενείο της Αθήνας, παρόλο που δεν ήταν κάτι περιβόητο. Στο ισόγειο, όπου τα παράθυρα προς την οδό Σταδίου ήταν αρκετά μεγάλα ώστε να μπαίνει διάχυτο το φως, σύχναζαν κυρίως δικηγόροι, χρηματιστές και άλλοι βιαστικοί διερχόμενοι. Δεν είχε τραπέζια για να κάτσεις, μονάχα πάγκους όρθιων πελατών. Στο πατάρι σύχναζαν πιο μόνιμοι θαμώνες, που ήταν κυρίως συγγραφείς, ηθοποιοί, και δημοσιογράφοι. Τα τραπέζια -μικρά για να μην καταλαμβάνουν πολύ χώρο- ήταν διαταγμένα σε σχήμα «πι». Στην αριστερή πλευρά κάθονταν οι ηθοποιοί, οι δημοσιογράφοι και οι επιθεωρησιογράφοι. Στο βάθος οι συγγραφείς και οι ποιητές. Συχνοί ήταν όμως και οι θαυμαστές όλων αυτών, που έρχονταν να δούνε από κοντά τα ινδάλματά τους και είχαν έτσι την ευκαιρία να κάτσουν στο διπλανό με αυτούς τραπέζι. Καθώς και το απέναντι σ’ αυτό “Πέτρογκραντ”, κι ακόμη το “Πικαντίλλυ” και του “Τσίτα” δίπλα στη Στοά Νικολούδη στην οδό Πανεπιστημίου, και του “Απότσου” στη στοά της οδού Πανεπιστημίου αριθ. 10.
Καφέ ουζερί Απότσος
Καφενεία στην Κρήτη
Σε περίοπτη θέση η μορφή του Ελευθερίου Βενιζέλου και κάμποσοι χάρτες. Στη μέση μια σόμπα που ανάβει. Και τριγύρω, άντρες με μουστάκια και ρυτιδωμένα πρόσωπα. Στα ορεινά χωριά το καφενείο δεν είναι επαγγελματική ενασχόληση αλλά κοινωνική λειτουργία. Αποτυπώνει και εκφράζει έναν ολόκληρο κόσμο, με τους κανόνες, το ήθος και τις ιδιαιτερότητές του… στην Κρήτη
Σε παλιά καφενεία συναντούμε ακόμη αφίσες ηθοποιών και ταινιών του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου, λιθογραφίες όπως εκείνη του «πωλούντος τοις μετρητοίς» και του «πωλούντος επί πιστώσει» και άλλες. Τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα προβιομηχανικά εργαλεία του αγροτικού χώρου και εργαλεία που σχετίζονται με το ψήσιμο του καφέ. Ξύλινα άροτρα, εργαλεία αλωνίσματος και άλλα που παραπέμπουν αμέσως σε βιωμένες εμπειρίες. Αναρτώνται στους τοίχους ή τοποθετούνται σε κάποιο εμφανές σημείο του καφενείου. Τα παλιά ραδιόφωνα εξακολουθούν να αποτελούν πολύτιμα εκθέματα. Συχνά τα συναντάμε σκεπασμένα με κεντήματα. Ημερολόγια με διαφημίσεις τοπικών καταστημάτων και γεωργικών εφοδίων κατέχουν σημαντική θέση στη διακόσμηση των κρητικών καφενείων. Παρατηρούμε ακόμη ανηρτημένες ανακοινώσεις διαφόρων τύπων· του Δήμου, του ΟΓΑ, των τοπικών συμβουλίων, εκκλησιαστικές ανακοινώσεις, αναγγελίες πανηγυριών και εορτών. Πρέπει να παρατηρήσουμε, ακόμη, ότι οι παλαιοί τιμοκατάλογοι, μαυροπίνακες πάνω στους οποίους αναγράφονταν οι τιμές των προσφερόμενων ποτών, επανέρχονται ως στοιχεία που συνδέουν το σύγχρονο καφενείο με το παρελθόν του
Η μορφή του κρητικού καφενέ είναι σχεδόν στερεότυπη. Το «τεζιάκι» σε κάποιαν άκρη είναι ο χώρος εργασίας του καφετζή. Είναι συνήθως κατάφορτο με μπουκάλια κρητικής τσικουδιάς, αν και τα τελευταία χρόνια δεν είναι λίγοι εκείνοι που στρέφονται προς το ουίσκι. Αναρωτιέται κανείς αν ο εκσυγχρονισμός σ’ αυτή τη χώρα είναι ταυτόσημος με τη μίμηση ξένων προτύπων – όχι χωρίς αντίδραση όμως: «Καλύτερα να το κλείσω το καφενείο. Να κόψω τα χέρια μου αν βάλω άλλο πράμα από ρακή στο μαγαζί μου», μας είπε ο αποφασισμένος καφετζής στο ημιορεινό Αβδού του Ηρακλείου.
Εθιμικοί κώδικες - Το κέρασμα
Στα καφενεία των ορεινών οικισμών συχνάζουν ακόμη ελάχιστοι από εκείνους που συντηρούν το κρητικό στερεότυπο: μεγάλα μουστάκια, μαύρο σαρίκι με κρόσσια που κατεβαίνουν στο μέτωπο, ακόμη και «γκιλότα», η εξέλιξη της παραδοσιακής κρητικής βράκας που δεν φοριέται πια. Η εικόνα ταιριάζει με το χαρακτήρα του κρητικού καφενέ. Το κέρασμα του ξένου, του διαβάτη ή του περαστικού είναι κανόνας απαράβατος. Η οικονομική στενότητα εκφράζεται με τη χαρακτηριστική φράση «αυτός δεν βγαίνει στο καφενείο γιατί δεν έχει να κεράσει». Ωστόσο, και το ίδιο το κέρασμα έχει τους δικούς του εθιμικούς κανόνες. Ο τρόπος που θα χαιρετήσουν οι θαμώνες τον κάθε καινουργιοφερμένο σε ένα καφενείο δείχνει και το βαθμό της αποδοχής του. Ωστόσο, η πλήρης αποδοχή και η ενσωμάτωση στην παρέα δηλώνεται κυρίως μέσα από το κέρασμα. Μπορεί να φαίνεται απλό, ωστόσο πρόκειται για μια διαδικασία σχεδόν τελετουργική που διέπεται από ιδιαίτερους κανόνες και τύπους.