top of page

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πριν από 60 χρόνια η Ελλάδα υπέστη μία αδελφοκτόνα σύρραξη, τη σημαντικότερη διένεξη των Ελλήνων στον εικοστό αιώνα, τον Εμφύλιο πόλεμο. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στο στρατό, τα σώματα ασφαλείας, τις συντηρητικές δυνάμεις και τους αντάρτες, επαναστάτες και κομμουνιστές οδήγησαν τη χώρα σε κατάρρευση. Η φτώχεια και η πείνα μάστιζε το λαό, ενώ άλλαξε και η γεωγραφία της χώρας, καθώς ερήμωσε η ορεινή επαρχία. Παράλληλα, το κενό της ελληνικής κυβέρνησης έδωσε περιθώρια ενίσχυσης στην ξένη κατοχή.

 

 

 

Το καλοκαίρι του 1949 σήμανε τη στρατιωτική εκμηδένιση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, όχι όμως και την πλήρη επικράτηση των αντιπάλων του στο κοινωνικό, πολιτικό και, ιδίως, στο ιδεολογικό πεδίο. Αντίθετα με ό,τι συνέβη στην περίπτωση του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, στην Ελλάδα συνέχισε να λειτουργεί το αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό σύστημα και διατηρήθηκαν τυπικά σε ισχύ οι συνταγματικές ελευθερίες, ακόμα και στη διάρκεια των συγκρούσεων. Η εξέλιξη αυτή δεν οφειλόταν, ασφαλώς, στη γενναιοψυχία των νικητών του Eμφυλίου. Η ανάγκη διαρκούς εσωτερικής πολιτικής νομιμοποίησης απέναντι σε ένα ένοπλο επαναστατικό κίνημα, αλλά και οι επιταγές του λεγόμενου ξένου παράγοντα, από τη βοήθεια του οποίου αισθάνονταν εξαρτημένες οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, ερμηνεύουν σε μεγάλο βαθμό την επιβίωση μιας, «καχεκτικής» έστω, δημοκρατίας.

 

Το σημείο όπου οι απώλειες του ελληνικού Εμφυλίου διαφέρουν ποιοτικά από τις αντίστοιχες άλλων εμφυλίων και το σημείο όπου μάλλον καταρρίπτεται ο μύθος περί τυφλού αλληλοσκοτωμού αδελφού με αδελφό, βρίσκεται στις απώλειες των αμάχων, των μη ενταγμένων σε μάχιμους σχηματισμούς δηλαδή. Οι κυβερνητικές πηγές αποδίδουν τον θάνατο 3.500 πολιτών σε ενέργειες του Δημοκρατικού Στρατού χωρίς να διευκρινίζεται πόσοι από αυτούς ήσαν μέλη ενόπλων «συμμοριών» ή άλλων παραστρατιωτικών σχηματισμών ή πόσοι εκτελέστηκαν με βάση αποφάσεις στρατοδικείων του ΔΣΕ. Από την άλλη πλευρά οι εκτελέσεις με βάση δικαστική απόφαση των κυβερνητικών δικαστηρίων και στρατοδικείων ή χωρίς αυτή, ή οι απλές δολοφονίες αριστερών ή υπόπτων από παρακρατικούς στη διάρκεια του «διωγμού» υπολογίζονται σε 7.000 ως 8.000 περίπου στη διάρκεια του Εμφυλίου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το «παιδομάζωμα» και το «παιδοφύλαγμα»

 

 Οι «κατασκηνώσεις» στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, οι «παιδουπόλεις» της Φρειδερίκης και το πολιτικό παιχνίδι των αντιμαχομένων

 

 

Το «παιδομάζωμα» στοίχειωσε ένα μεγάλο κομμάτι της μνήμης του Εμφυλίου. Εξηντα ένα χρόνια μετά την υπό τον Πέτρο Κόκκαλη οργάνωση της μεταφοράς περίπου 20.000 παιδιών στις χώρες του πρώην Ανατολικού Συνασπισμού, το «παιδομάζωμα» αντιμετωπίζεται είτε ως ταμπού είτε ως ηθική απαξίωση των ηττημένων. Γύρω από τα παιδιά το πολιτικό παιχνίδι υπήρξε έντονο, σκοτεινό και σε πολλές περιπτώσεις παράλογο. Οι «παιδουπόλεις» της Φρειδερίκης και οι «κατασκηνώσεις» στις πρώην σοσιαλιστικές δημοκρατίες χρησιμοποιήθηκαν και ως γεγονός αλλά και ως μνήμη. Ο βαλκανιολόγος Σπυρίδων Σφέτας παραθέτει έγγραφα σύμφωνα με τα οποία περίπου 2.000 παιδιά επαναπροωθήθηκαν στα πεδία των μαχών για να πολεμήσουν με τον Δημοκρατικό Στρατό, σημειώνοντας πως μόνον η Πολωνία αρνήθηκε την αποστολή των εφήβων στα πεδία των μαχών της Ελλάδας. Επίσης ισχυρίζεται πως το αρχικό σχέδιο του παιδομαζώματος από τον ΔΣΕ ήταν και μιας μορφής ομηρία των γονέων τους να πολεμήσουν στην τελευταία φάση του Εμφυλίου. Αντίθετα, η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη θα εκτιμήσει πως η αλήθεια δεν μπορεί να είναι μονολεκτική. Οτι δηλαδή τα παιδιά όντως βρήκαν θαλπωρή στις νέες χώρες και πάντως και οι δύο πλευρές τα χρησιμοποίησαν στη δίνη των πολιτικών αντιπαραθέσεων αφού η «τύχη» τους έφθασε μέχρι και τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με την αντιπαράθεση ΗΠΑ - Σοβιετικής Ενωσης.

 

 

 

 

 

Η κληρονομιά που άφησε η τραγωδία

 

 Οι πολιτικές και κοινωνικές πληγές από τον Εμφύλιο έχουν αμβλυνθεί, ωστόσο ο διχασμός παραμένει έντονος... στους ιστορικούς

 

Κι όμως διχάζει…

 

Είναι δεδομένο πως η Ιστορία λειτουργεί πάντα κάτω από το βάρος της ματιάς των σύγχρονων και ιδίως υπό το βάρος της ανάγκης αυτοπροσδιορισμού μιας κοινωνίας, η οποία δεν είναι ποτέ σταθερή αλλά μεταβάλλεται ανάλογα με τις συγκυρίες που διαμορφώνουν το παρόν της. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί ο ελληνικός Εμφύλιος, από τη λήξη του οποίου συμπληρώνονται φέτος 60 χρόνια.

 

Ηταν χαρακτηριστικό αυτό που έγραφε την προηγούμενη Κυριακή η Ιωάννα Παπαθανασίου για τις «πολλαπλές αναγνώσεις του ΚΚΕ για τον Εμφύλιο». Και είναι επίσης χαρακτηριστική η στάση του ελληνικού κράτους μετά την απελευθέρωση απέναντι στους δωσίλογους, τους οποίους αναβάπτισε λίγο πριν και -κυρίως- κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, όπως γράφει ο ιστορικός Στράτος Δορδανάς. Τέλος, είναι χαρακτηριστική η διαφοροποίηση δύο σημαντικών επιστημόνων, των καθηγητών Γιώργου Μαργαρίτη και Στάθη Καλύβα ως προς τις αιτίες και, κυρίως, ως προς τον χρόνο έναρξης του Εμφυλίου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τι προκάλεσε τη σύγκρουση

 

 

Του Γιωργου Μαργαριτη*

 

 

Σε σύγκριση με τους «κλασικούς» πολέμους, εκείνους δηλαδή που συμβαίνουν μεταξύ κρατών, οι εμφύλιοι πόλεμοι παρουσιάζουν μία σειρά από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Οι «κλασικοί» πόλεμοι, για παράδειγμα, έχουν συνήθως σαφέστατα χρονικά όρια όπου τοποθετούμε την έναρξη και τη λήξη τους, ενώ για τους εμφυλίους αυτά τα στοιχειώδη συνήθως απουσιάζουν. Θα ήταν αυθαίρετο να επιλέξουμε μία συγκεκριμένη ημερομηνία για να τοποθετήσουμε την έναρξη του ελληνικού εμφυλίου, να βρούμε δηλαδή μία αντίστοιχη 28η Οκτωβρίου που, χωρίς αμφισβήτηση, προσδιορίζει την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου στα 1940. Αντίστοιχα προβλήματα έχουμε στον προσδιορισμό της αρχής και του τέλους των περισσότερων από τους εμφυλίους της σύγχρονης εποχής: του ρωσικού, του ισπανικού ή ακόμα του αμερικανικού.

 

Ετούτη η απλή διαφορά υποκρύπτει άλλες σοβαρότερες. Στους «κλασικούς» πολέμους συναντούμε κάποιους κανόνες ή έστω κάποια εθιμική τελετουργία, καταστάσεις που απουσιάζουν στους εμφύλιους. Οι διπλωματικές και άρα νομικές πράξεις της «κήρυξης πολέμου» ή της «ανακωχής» και της «συνθήκης ειρήνης», μπορούν να εφαρμοστούν σε πολέμους μεταξύ εθνών και συνασπισμών όχι όμως μεταξύ τμημάτων της ίδιας και της αυτής κοινωνίας. Το ζητούμενο σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση είναι καίριο και απόλυτο. Ενώ δηλαδή μετά το τέλος ενός κλασικού πολέμου τα έθνη εξακολουθούν να υπάρχουν –ακόμα και αυτό που έχει ηττηθεί και που ίσως κατέχεται στρατιωτικά και κυβερνιέται πολιτικά από τον νικητή του πολέμου– στην εμφύλια σύγκρουση ο στόχος είναι η εκμηδένιση του νικημένου: η επανενοποίηση δηλαδή μιας κοινωνίας που έχει διαρραγεί χωρίς την παρουσία του ηττημένου, χωρίς να υπάρχει χώρος γι’ αυτόν. Με αυτή την έννοια οι εμφύλιοι είναι συνήθως πόλεμοι ολοκληρωτικοί και ως εκ τούτου πολύ πιο σκληροί και αδυσώπητοι από τους «κλασικούς» αντίστοιχους. Δεν μπορούν να αρχίσουν «επίσημα» –άρα με κανόνες– και δεν μπορούν να λήξουν παρά μόνο με την απόλυτη υποταγή του ηττημένου μέρους της κοινωνίας σε εκείνο το οποίο επικράτησε.

 

 

 

 

Κοινωνικές αιτίες

 

Για να φθάσουμε σε μία εμφύλια σύρραξη οι αιτίες πρέπει να είναι βαθύτατα κοινωνικές. Η ώς τότε ενιαία κοινωνική και πολιτική δομή να έχει αποδειχθεί απόλυτα ανίκανη να διαχειριστεί και να αμβλύνει τις εσωτερικές της αντιθέσεις και, κατά συνέπεια να πρέπει να καταστραφεί για να αναδομηθεί πάνω σε νέες βάσεις. Για την ελληνική κοινωνία στα μέσα του 20ού αιώνα η καίρια τομή, το ρήγμα –για να μιλήσουμε με όρους σεισμολογίας– που έδωσε τον εμφύλιο «σεισμό» του 1946-1949 βρίσκεται, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις στην κατοχική περίοδο, στα 1941-1944. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου «εκτάκτων συνθηκών» η ενότητα της ελληνικής κοινωνίας διερράγη με τρόπο απόλυτο και χωρίστηκε σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα των οποίων η ενοποίηση μόνο από την διαδικασία του εμφύλιου μπορούσε να γίνει.

 

Εάν η Μικρασιατική Καταστροφή και η γενικότερη ιστορική συγκυρία την επαύριο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου σήμαναν την σε μεγάλο ποσοστό εξαφάνιση της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης –που αναπτυσσόταν στα έξω από τη χώρα κέντρα– η κατοχή ήταν μία εποχή ανοικοδόμησης ισχυρών οικονομικά, και συνεπακόλουθα πολιτικά, κοινωνικών στρωμάτων. Η εντυπωσιακή συγκέντρωση πλούτου σε όσους ευνοήθηκαν από την «οικονομία του δωσιλογισμού» προκύπτει από πολλές πηγές: αποτυπώνεται, λόγου χάρη, ανάγλυφα στις προσπάθειες της κυβέρνησης Βούλγαρη και των Βρετανών να λύσουν το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ελλάδας του 1945 φορολογώντας μέρος των περιουσιών που απέκτησαν οι «πλουτίσαντες επί κατοχής». Τα ποσά, τα κεφάλαια, που οι αρμόδιοι κυβερνητικοί επίτροποι εντόπισαν τότε συγκεντρωμένα σε μερικές εκατοντάδες οικογένειες, ήσαν εκθαμβωτικά, εξηγώντας ειδικές οικονομικές λειτουργίες της κατοχικής περιόδου – τη δίψα για χρυσό ή τη μαζική μεταβίβαση ακίνητων περιουσιών.

 

 

 

 

Οικονομική εξαθλίωση

 

Από την άλλη πλευρά εξίσου εντυπωσιακή ήταν η οικονομική εξαθλίωση και ο συνεπακόλουθος κοινωνικός και πολιτικός παραγκωνισμός ευρύτατων στρωμάτων του πληθυσμού, αστικού αλλά και αγροτικού (ο τελευταίος είχε και το σισύφειο πρόβλημά του να ανταγωνιστεί την από το εξωτερικό προερχόμενη επισιτιστική βοήθεια). Η στυγνή εκμετάλλευση της εργασίας των κάθε είδους εργαζόμενων της χώρας και η πολύμορφη αρπαγή των προϊόντων του μόχθου τους ή και των περιουσιακών τους στοιχείων αποτελούν σταθερές στην «οικονομία του δωσιλογισμού». Βρισκόμαστε ακριβώς στα χείλη του ρήγματος που «έδωσε» την ένταση του 1944-1946 και τελικά τον εμφύλιο πόλεμο.

 

Ολα τα υπόλοιπα ήταν θέμα συγκυριών, πολιτικών σχεδιασμών, πολιτικών και στρατιωτικών δυνατοτήτων και του κατάλληλου χρόνου.

 

 

 

Οι πρώτες τουφεκιές των αποκλεισμένων στα βουνά

 

 

 

Μιλώντας για τις πλέον κρίσιμες στιγμές στην ιστορία του ελληνικού εμφυλίου, τίποτε ίσως δεν εντυπωσιάζει περισσότερο από τη στιγμή στην οποία ξεκίνησε. Πραγματικά, το καλοκαίρι του 1945 ελάχιστοι ήσαν εκείνοι που θα θεωρούσαν πιθανή τη διολίσθηση της χώρας σε εμφύλιο πόλεμο. Κανένα από τα στοιχεία που θα επέτρεπαν σε έναν τέτοιο πόλεμο να συμβεί δεν ήσαν εκεί. Η «ομαλοποίηση» της πολιτικής ζωής, δηλαδή η επιστροφή του πολιτικού συστήματος στα 1935, είχε ολοκληρωθεί με τον πλέον ανώδυνο τρόπο για τις συντηρητικές δυνάμεις. Μετά τις εκλογές του Μαρτίου 1946 η κυβέρνηση ανήκε στους Λαϊκούς και στο πολιτικό σκηνικό είχε ολοκληρωθεί η ενσωμάτωση όλων των αντικομμουνιστικών δυνάμεων –ακόμα και εκείνων που προέρχονταν από το δωσιλογικό κράτος της κατοχής– σε ένα ενιαίο πλέγμα εξουσίας.

 

Η επάνοδος του βασιλιά και η αποκατάσταση της μοναρχίας ήταν θέμα χρόνου, ενώ η κρατική μηχανή, τα σώματα ασφαλείας και ο στρατός είχαν ολοκληρώσει την διαδικασία ενοποίησης με την ένταξη σημαντικών στοιχείων του κατοχικού κράτους στους νέους μηχανισμούς. Τα όπλα, οι στρατιωτικοί μηχανισμοί ανήκαν αποκλειστικά στον κυβερνητικό χώρο και, με περισσότερους των εκατό χιλιάδων ενόπλων, δεν ήσαν ασήμαντα στην ισχύ τους. Στην ύπαιθρο κυριαρχούσαν οι ίδιοι ποικιλώνυμοι παράγοντες των «αντικομμουνιστικών επιτροπών» της κατοχής και, με τις ένοπλες συμμορίες τους ή με την αποκλειστική διαχείριση της υπερπολύτιμης «ανθρωπιστικής βοήθειας» της ΟΥΝΡΑ (του ΟΗΕ) έδειχναν απόλυτοι κύριοι της κατάστασης.

 

 

 

 

Διώξεις

 

Το ΚΚΕ και μαζί του όλη η κληρονομιά της Αντίστασης έδειχναν να έχουν αποφασιστικά ηττηθεί. Τα μέλη και οι οπαδοί του ήταν είτε φυλακισμένοι, είτε υπόδικοι, είτε καταζητούμενοι, είτε ανυπεράσπιστα θύματα στις ορέξεις των συμμοριτών της επαρχίας. Οι οργανώσεις τους φυλλορροούσαν και αποκόπτονταν ενώ, η πολύμηνη προσπάθεια για την κατάκτηση της πλειοψηφίας στα εργατικά συνδικάτα, την ΓΣΕΕ, τα κλαδικά σωματεία και τα εργατικά κέντρα, ακυρώθηκε με απλές αποφάσεις Πρωτοδικείων που αντικατέστησαν τις εκλεγμένες διοικήσεις με άλλες, περισσότερο συμπαθείς στους νέους ισχυρούς. Το Γ΄ Ψήφισμα του Ιουνίου 1946, ταυτίζοντας, όπου το επιθυμούσε η όποια νομαρχιακή «Επιτροπή Ασφαλείας» την κομμουνιστική δραστηριότητα με «εσχάτη προδοσία» – για την «απόσπασιν μέρους εκ του όλου της Ελληνικής Επικράτειας»– μπορούσε να στείλει όποιον ήθελε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Για την ακρίβεια από τον Ιούλιο έστελνε κιόλας.

 

 

 

 

Εκπληξη για όλους

 

Τότε ξεκίνησε ο εμφύλιος... Οι πρώτες τουφεκιές φαίνεται πως ήταν συνάρτηση της απελπισίας των αποκομμένων –κάτω από το βάρος των διωγμών– «καταδιωκόμενων» στις ορεινές περιοχές. Επρόκειτο για δύο, ίσως, χιλιάδες άτομα σκορπισμένα στις απρόσιτα ορεινές περιοχές της χώρας. Στην πλειοψηφία τους είχαν καταφύγει στα ακατοίκητα τον χειμώνα ορεινά χωριά όπου εφοδιάζονταν από τις οργανώσεις ή τις οικογένειές τους. Το καλοκαίρι του 1946 οι οργανώσεις είχαν διαλυθεί στα μικρά χωριά ενώ τις οικογένειες τις έζωναν στενά οι συμμορίες του παρακράτους και οι Χωροφύλακες και τις διασκόρπζαν οι εξορίες και οι υποχρεωτικές «μετοικήσεις». Η δε επάνοδος των χωρικών στα καλοκαιρινά τους χωριά, κατοικίες και βοσκοτόπια έφερνε μαζί τους Χωροφύλακες και τους παρακρατικούς της «Χ» ή όλων των παραπλήσιων οργανώσεων. Οι «διωκόμενοι» αν ήθελαν να φάνε έπρεπε πλέον να συγκρουστούν, να προασπίσουν τον τελευταίο ζωτικό χώρο που τους είχε απομείνει.

 

Η μετατροπή των σποραδικών αψιμαχιών του Ιουλίου – Αυγούστου 1946 σε τακτικό εμφύλιο πόλεμο μέσα σε λίγες εβδομάδες αποτέλεσε μία μεγάλη έκπληξη για τους τότε παρατηρητές των ελληνικών πραγμάτων –ειδικά τους Βρετανούς– και εξακολουθεί να μας προβληματίζει στην προσπάθεια κατανόησης των τότε συμβάντων. Προφανώς οι πρώτοι αυτοί πυροβολισμοί ήχησαν ως προσκλητήριο σάλπισμα σε έναν αγροτικό χώρο όπου περίσσευαν η δυσαρέσκεια και το μίσος. Καθώς όμως οι πόλεμοι γίνονται με στρατεύματα και μηχανισμούς μας εντυπωσιάζει η ικανότητα των τότε ανθρώπων να φτιάχνουν τέτοιου είδους «εργαλεία» από το τίποτε σχεδόν. Η ελληνική κοινωνία είχε εμφανώς μία τεχνογνωσία αντίστασης και εξέγερσης που μπορούσε να αμφισβητήσει, αν όχι να ανατρέψει, τις πλέον δυσμενείς συγκυρίες.

 

Ο πόλεμος που ξεκίνησε τότε κράτησε περισσότερο από τρία χρόνια και ήταν ίσως ο μεγαλύτερος σε συνέπειες και σε έκταση πόλεμος που γνώρισε το ελληνικό κράτος από τον καιρό της δημιουργίας του ώς σήμερα.

 

 

Ωκεανός αίματος για τους ενόπλους

 

Ο πόλεμος αυτός, όπως και πολλές άλλες περιπέτειες των ανθρώπων, έχει γίνει ένα είδος καταναλώσιμου είδους στις μέρες μας – μέχρι πρόσφατα ο κόσμος μας πίστευε ακράδαντα στη μαγική αγορά και αδημονούσε να καταναλώσει ό,τι του προσφερόταν. Για να καταναλωθεί εύπεπτα χρειάζονται ειδικά «καταναλωτικά χαρακτηριστικά» τα οποία προστίθενται σε έναν εξαιρετικά θολό ιστορικό καμβά, ώστε το όλο να είναι δυνατό να πωληθεί «αγοραία». Οι απεικονίσεις ή οι περιγραφές του πολέμου επιμένουν σε εξηγήσεις του τύπου: «οι ξένοι που μας έβαλαν», το «κακό μας το κεφάλι», «η φύση του Ελληνα που χύνει την καρδάρα με το γάλα που με κόπο μάζεψε» και το ηθικό δίδαγμα του πόσο κακό είναι «αδελφός να πολεμά αδελφό». Πάνω σε αυτή την εμπορική εκδοχή του Εμφυλίου στηρίχθηκαν επιστημονικοφανείς «ερμηνείες» όπου απουσιάζει μεν η ιστορία, η οικονομία, η ιδεολογία, η πολιτική και εν γένει όλοι οι τρόποι με τους οποίους κατάφερναν ώς τώρα οι άνθρωποι να ερμηνεύουν επιστημονικά τον εαυτό τους, περισσεύει όμως η ηθικολογική μεταφυσική παρερμηνεία των γεγονότων. Σε αυτή την άγνωστου διαμονής –ως προς τον ιστορικό της περίγυρο– εποχή, θεωρίες βίας που εξαχρειώνουν τους ανθρώπους –ο κομμουνισμός δηλαδή– μετατρέπουν όλες τις προσωπικές, τοπικές, οικογενειακές διαφορές και υποθέσεις σε ατελείωτο κύκλο αίματος και θανάτου: ιδού ο εκτός ιστορίας, εκτός οικονομίας, εκτός ιδεολογίας, εκτός πολιτικής, ο εκτός πραγματικότητας Εμφύλιος. Οπου, για ανεξήγητους λόγους, ο αδελφός κυνηγά τον αδελφό.

 

 

 

 

Τα θύματα

 

Και εδώ τα στοιχεία μπορούν να μας εντυπωσιάσουν και να μας προσγειώσουν σε πιο αληθοφανείς υποθέσεις και ερμηνείες. Ο ελληνικός Εμφύλιος είναι εξίσου σκληρός με τους εμφυλίους που προηγήθηκαν και με αυτούς που ακολούθησαν. Ηταν ένας ωκεανός αίματος. Οι επίσημες απώλειες του ελληνικού στρατού (σύμφωνα με τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού) ανήλθαν σε 12.300 νεκρούς στον στρατό ξηράς και σε λιγότερο σαφή αριθμό αγνοουμένων. Οσον αφορά το κυβερνητικό στρατόπεδο, στους παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε 2.500 νεκρούς της Χωροφυλακής και έναν άγνωστο, αλλά οπωσδήποτε μεγάλο, αριθμό νεκρών στις παραστρατιωτικές οργανώσεις (ΜΑΥ, ΜΑΔ κ.λπ.) και στις «συμμορίες» της «Χ» και των παρόμοιων σχηματισμών. Χονδρικά μπορούμε να υπολογίσουμε τον αριθμό των όσων σκοτώθηκαν ενταγμένοι στα διάφορα ένοπλα σώματα του κυβερνητικού στρατοπέδου σε περίπου είκοσι χιλιάδες.

 

Από την άλλη πλευρά οι απώλειες του Δημοκρατικού Στρατού και των άλλων σχηματισμών της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης μπορούν να εκτιμηθούν σε κάτι ανάμεσα στους 20.000 και τους 25.000 νεκρούς. Συνολικά δηλαδή σκοτώθηκαν και από τις δύο πλευρές σαράντα με σαράντα πέντε χιλιάδες ένοπλοι, είτε στρατιώτες είτε εθελοντές είτε ενταγμένοι σε σχηματισμούς καταστολής. Μπροστά στους 8.000 νεκρούς των Βαλκανικών Πολέμων, στους 15.000 του πολέμου 1940 -1941, στους 37.000 νεκρούς και αγνοούμενους του ελληνο-τουρκικού πολέμου 1919 - 1922, ο Εμφύλιος οπωσδήποτε κατέχει τα σκήπτρα του στρατιωτικού θανατικού.

 

 

 

 

12.000 άμαχοι

 

Το σημείο όπου οι απώλειες του ελληνικού Εμφυλίου διαφέρουν ποιοτικά από τις αντίστοιχες άλλων εμφυλίων και το σημείο όπου μάλλον καταρρίπτεται ο μύθος περί τυφλού αλληλοσκοτωμού αδελφού με αδελφό, βρίσκεται στις απώλειες των αμάχων, των μη ενταγμένων σε μάχιμους σχηματισμούς δηλαδή. Οι κυβερνητικές πηγές αποδίδουν τον θάνατο 3.500 πολιτών σε ενέργειες του Δημοκρατικού Στρατού χωρίς να διευκρινίζεται πόσοι από αυτούς ήσαν μέλη ενόπλων «συμμοριών» ή άλλων παραστρατιωτικών σχηματισμών ή πόσοι εκτελέστηκαν με βάση αποφάσεις στρατοδικείων του ΔΣΕ. Από την άλλη πλευρά οι εκτελέσεις με βάση δικαστική απόφαση των κυβερνητικών δικαστηρίων και στρατοδικείων ή χωρίς αυτή, ή οι απλές δολοφονίες αριστερών ή υπόπτων από παρακρατικούς στη διάρκεια του «διωγμού» υπολογίζονται σε 7.000 ώς 8.000 περίπου στη διάρκεια του Εμφυλίου. Και εδώ επίσης είναι δύσκολο να γίνει διαχωρισμός ανάμεσα σε απλούς αμάχους και σε αιχμαλωτισμένους, λόγου χάρη, αντάρτες.

 

Το σύνολο μάς δίνει έναν συνολικό αριθμό 10.000 ώς 12.000 αμάχων –ή έστω «αμάχων»– που θανατώθηκαν ή πέθαναν (π.χ. από ψύξη στα βουνά) στον πόλεμο αυτό με εξαιρετικά σημαντικό ανάμεσά τους το ποσοστό εκείνων που εκτελέστηκαν στη βάση δικαστικών αποφάσεων – δικαίων ή αδίκων είναι άλλο θέμα. Στους πολέμους «τυφλής βίας» όπου οι άνθρωποι σκοτώνονται γενικώς (π.χ. στους εμφυλίους της Αφρικής ή της Ασίας μετά την αποαποικιοποίηση) δεν συναντούμε παρόμοια σχέση στρατιωτικών μη στρατιωτικών θανάτων (τέσσερα προς ένα, στον ισπανικό εμφύλιο η αναλογία πλησιάζει τό ένα προς ένα) ή ένα τόσο μεγάλο ποσοστό «οργανωμένων» –όχι τυφλών– θανατώσεων. Προφανώς στον ελληνικό Εμφύλιο βρισκόμαστε μπροστά σε σύγκρουση αυστηρά προσδιορισμένων στρατοπέδων και ως εκ τούτου η πολιτική, η ιδεολογία και το κοινωνικό υπόβαθρο πολύ δύσκολα μπορούν να εξοβελιστούν, όση καλή θέληση κι αν υπάρχει.

 

Οι άνθρωποι που σκοτώθηκαν στον πόλεμο αυτό ήξεραν με σαφήνεια γιατί θυσίαζαν τη ζωή τους. Γνώριζαν με κάθε λεπτομέρεια σε ποιο στρατόπεδο ανήκαν. Είναι άκρως υποτιμητικό για τη μνήμη και την ιστορία τους να τους υποβιβάζει κανείς σε αιμοσταγή άγρια θηρία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τους Δωσίλογους

 

Του Στρατου Ν. Δορδανα

 

«Υπεύθυνος Δήλωσις

Ο υπογεγραμμένος Μ. Θεόδωρος […], γεννηθείς εν Κυθήροις και κατοικών εν Θεσ/νίκη, ετών 30, επαγγέλματος Ναυπηγός και νυν κρατούμενος εν τοις Β΄ Επανορθωτικές Φυλακαίς Θεσ/νίκης, δηλώ υπευθύνως ότι ουδέποτε υπήρξα κομμουνιστής ή συνοδοιπόρος του ΚΚΕ. Πάντοτε ήμην, είμαι και θα είμαι πρόθυμος ν’ αγωνισθώ διά τα Εθνικά συμφέροντα και το Μεγαλείον της φιλτάτης μας Ελληνικής Πατρίδος και δια την διασφάλισιν της ακεραιότητος και της τιμής της. Την κομμουνιστικήν ιδεολογίαν κατακρίνω ως προδοτικήν και ανήθικον δια την εξόντωσιν της οποίας θέλω αγωνισθή μέχρι και της τελευταίας ρανίδος του αίματός μου, δηλών μετά παρρησίας ότι πρέπει να εκλείψη από την Ελλάδα το κομμουνιστικό άγος, το οποίον κηλιδώνει την τρισχιλιετή ένδοξον ιστορίαν μας».

Διαβάζοντας κανείς την παραπάνω υπεύθυνη δήλωση, σχηματίζει την «ασφαλή» εντύπωση –αν όχι την βεβαιότητα– ότι δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά για μια ακόμη πράξη αποκηρύξεως του κομμουνισμού, μια «δήλωση μετανοίας» από τις χιλιάδες που αναγκάστηκαν να υπογράψουν αργά ή γρήγορα όσοι διώχθηκαν στον Εμφύλιο Πόλεμο με βάση τα έκτακτα νομοθετήματα της περιόδου. Ομως στην προκειμένη περίπτωση ο δηλών δεν ήταν κάποιος διωκόμενος για τα πολιτικά του φρονήματα εξαιτίας της συμμετοχής του στο παράνομο ΚΚΕ ή στις άλλες οργανώσεις του, αλλά μια «κλασική» και «συνήθης» περίπτωση δωσιλόγου της Κατοχής που είχε σπεύσει να επωφεληθεί από τον έντονο αντικομμουνισμό της εποχής. Επομένως ο εν λόγω, όπως και εκατοντάδες άλλοι της ιδιαίτερης αυτής κατηγορίας των «πατριωτών», δεν χρειαζόταν να υπογράψει τη δήλωση αυτή, καθώς δεν είχε διωχθεί για παράνομη πολιτική δράση με βάση το Γ΄ Ψήφισμα, αλλά για συνεργασία με τους κατακτητές, αδίκημα που τιμωρούνταν από τις Συντακτικές Πράξεις περί δωσιλογισμού και τα Ειδικά Δικαστήρια Δωσιλόγων.

Το ανασυγκροτούμενο κράτος είχε διακηρύξει αμέσως μετά την Απελευθέρωση διά στόματος των πρωθυπουργών και των άλλων υπευθύνων πολιτικών ανδρών την πρόθεσή του να τιμωρήσει αμείλικτα αυτές τις ανακόλουθες πράξεις και να αποδώσει με προσεκτικό και ψύχραιμο τρόπο δικαιοσύνη, αφήνοντας την Θέμιδα «τυφλή» να πράξει το καθήκον της. Πριν καν άλλες κρατικές υπηρεσίες φτάσουν στην επαρχία, αλλά και σε μεγάλες πόλεις, τα Ειδικά Δικαστήρια Δωσιλόγων ήταν έτοιμα να ξεκινήσουν τις εργασίες τους, κληρονομώντας από τα έκτακτα στρατοδικεία του ΕΛΑΣ χιλιάδες υποθέσεις και αντίστοιχους αριθμούς κρατουμένων που θεωρούνταν συνεργάτες των κατακτητών· κάποιοι από τους τελευταίους είχαν συμπεριληφθεί ασφαλώς στην ευρύτερη κατηγορία των «εχθρών του λαού» σύμφωνα με τη λαοκρατική αντίληψη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και επομένως εκληφθεί συνεπακόλουθα ως συνεργάτες του εχθρού.

 

 

 

Η καμπή των Δεκεμβριανών

 

Τα Δεκεμβριανά και η δίκη των κατοχικών κυβερνήσεων πρόσφεραν από διαφορετικές σκοπιές κακές υπηρεσίες στη δικαστική εκκαθάριση των δωσιλογικών υποθέσεων, καθώς λειτούργησαν ως τροχοπέδη στην γενικότερη προσπάθεια απονομής της δικαιοσύνης, με τον ποινικό κολασμό των αποδεδειγμένα ενόχων και την ταυτόχρονη ηθική επούλωση των κοινωνικών τραυμάτων της κατοχικής περιόδου. Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου στην Αθήνα έστρεψαν το ενδιαφέρον του πολιτικού κόσμου και της κοινής γνώμης στο φλέγον ζήτημα του μελλοντικού πολιτικοκοινωνικού προσανατολισμού της χώρας και ενοχοποίησαν ένα ολόκληρο αντιστασιακό κίνημα, διευρύνοντας σε μεγάλο βαθμό στη συνέχεια την κοινωνική δεξαμενή των «προδοτών» και των «αντεθνικών στοιχείων». Από την άλλη, η πρώτη και μεγάλη δίκη των κατοχικών πρωθυπουργών και των υπουργών τους θεωρήθηκε από πολλούς –εντός και εκτός Ελλάδας– ως μια κλασική δίκη-παρωδία, κατά τη διάρκεια της οποίας οι κατηγορούμενοι μετατράπηκαν συχνά σε κατηγόρους και τα Τάγματα Ασφαλείας από δεκανίκια του γερμανικού «νόμου και τάξης» σε συνεχιστές της κρατικής νομιμότητας και προασπιστές της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.

Αν τα δύο αυτά γεγονότα πριμοδότησαν με τον τρόπο τους την ατιμωρησία, η έναρξη του Εμφυλίου έγειρε αποφασιστικά την πλάστιγγα προς τη στρατηγική επιλογή της ενσωμάτωσης στους κόλπους του μαχόμενου έθνους –έναντι του «ξενοκίνητου» κομμουνισμού– και όσων είχαν νωρίτερα κηλιδώσει την τιμή του ίδιου αυτού έθνους, του οποίου ως προασπιστές παρουσιάζονταν τώρα. Διαφορετικά, η εμφυλιακή κολυμβήθρα του Σιλωάμ λύτρωσε πολλούς από το άγος του ένοχου κατοχικού τους βίου, παρέχοντάς τους την ευκαιρία να εξιλεωθούν μέσα από τη συμμετοχή τους στον πόλεμο εναντίον του ίδιου εχθρού, αυτή τη φορά όμως χωρίς την υποστήριξη των γερμανικών όπλων.

«Και σήμερον άπαντες είμεθα οι μετά του Εθνικού Στρατού και της Βασιλικής Χωροφυλακής συνεργαζόμενοι, άλλοι μεν εξ ημών εις την οργάνωσιν Μ.Α.Υ. και οι υπόλοιποι εις την πολιτοφυλακήν ως εθελονταί δια την περιφρούρησιν των συνόρων μας και του Πατρίου εν γένει εδάφους», σημείωνε μια ομάδα υποδίκων προς τον Ειδικό Ανακριτή Δωσιλόγων, θέλοντας να υπογραμμίσει τη συστράτευσή του στον πόλεμο εναντίον των κομμουνιστών. Κάποιος άλλος χωρίς περιστροφές ζητούσε να μην τιμωρηθεί από τη στιγμή που οι υπόλοιποι παλαιοί συμπολεμιστές του στα Τάγματα Ασφαλείας πρόσφεραν ήδη ανεκτίμητες υπηρεσίες στο κράτος λόγω της πολύτιμης πείρας στον αντικομμουνιστικό αγώνα που είχαν αποκομίσει την περίοδο της Κατοχής: «Δεδομένου ότι και το ίδιον το Κράτος σήμερον είναι υποχρεωμένον και χρησιμοποιεί τα στελέχη και τους συστρατιώτες μου, διότι αυτοί γνωρίζουν τι θα πη Κομμουνισμός, ας μη επιτραπή να πιστεύω ότι δεν πρέπει να τιμωρηθώ εγώ ο οποίος εις την περίπτωσιν αυτήν είμαι Προμηθεύς και όχι επιμηθεύς».

Στην περίπτωση δε που οι προσφερόμενες υπηρεσίες δεν ήταν αρκετές για να αποτρέψουν την προφυλάκιση, επιστρατεύτηκε ο όρος «εθνικόφρων δωσίλογος» για να δηλώσει αφενός ότι η συνεργασία με τον κατακτητή αποτελούσε συνειδητή πατριωτική επιλογή έναντι του κομμουνισμού και αφετέρου ότι το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ συνιστούσαν τις κατεξοχήν προδοτικές οργανώσεις που δεν είχαν διστάσει να συνεργαστούν με τους Σλάβους, απεργαζόμενες τον ακρωτηριασμό του εθνικού εδάφους: «Επειδή είμαι εθνικόφρων και επολέμησα κατά του κομμουνισμού τόσον κατά την διάρκειαν της Κατοχής εις τα Τάγματα Ασφαλείας, όσον και μετά την απελευθέρωσιν εις τον Εθνικόν Στρατόν και των ΜΑΥ […] θέλω να συγκρατούμαι μετά των άλλων εθνικοφρόνων δοσιλόγων», παραπονιόταν προς τον Ειδικό Ανακριτή ένας υπόδικος δωσίλογος για τον εγκλεισμό του με πολιτικούς κρατουμένους.

 

 

 

Κατέφευγαν στον στρατό

 

Παρά το γεγονός πως στα γραφεία των Ειδικών Επιτρόπων, όπως και σε αυτά των διωκτικών αρχών, υπήρχαν μακροσκελείς κατάλογοι φυγόδικων που στην Κατοχή είχαν συνεργαστεί «προδοτικώς μετά του εχθρού», ζημιώνοντας τον εθνικό ή συμμαχικό αγώνα, Ελληνες πολίτες ή πολίτες συμμάχου κράτους, δεν κατέστη τελικά δυνατόν να οδηγηθούν όλες αυτές οι υποθέσεις στις δικαστικές αίθουσες για να αποφασίσουν τα δικαστήρια, τα μόνα αρμόδια δηλαδή θεσμικά όργανα να αποφανθούν υπέρ της ενοχής ή της αθωότητάς τους. Στον αντίποδα η θητεία στον στρατό και στα σώματα ασφαλείας δεν παρείχαν μόνο την απαραίτητη κάλυψη, αλλά συνέστησαν τους κυματοθραύστες πάνω στους οποίους προσέκρουσαν αρκετά συχνά τα δικαστικά αιτήματα, ώστε να τεθεί ο φυγόδικος στη διάθεση της Δικαιοσύνης. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για την ικανοποίηση παρόμοιων αιτημάτων, ήταν η συνήθης στερεότυπη απάντηση που έδιναν τα επιτελεία των στρατιωτικών σχηματισμών στην προσπάθεια των δικαστών να ασκήσουν απρόσκοπτα το έργο τους. Το κράτος είχε ανάγκη και τον τελευταίο στρατιώτη και όχι λειτουργούς της Δικαιοσύνης που επιχειρούσαν μέσα σε συνθήκες ανωμαλίας να πράξουν στοιχειωδώς το καθήκον τους, ελέγχοντας ένα παρελθόν το οποίο είχε αφεθεί πλέον στο σκοτάδι.

Γρήγορα κάμφθηκαν και οι τελευταίες αντιστάσεις της Δικαιοσύνης κατά τις επιταγές των βασικών πολιτικών προσανατολισμών του εμφυλιακού κράτους, που ήταν ιδιαίτερα ευάλωτο σε κάθε είδους εξωθεσμικές παρεμβάσεις. Οσοι είχαν δικαστεί ερήμην μπορούσαν πλέον να παρουσιαστούν «αυθορμήτως» και να δηλώσουν ότι διώκονταν για την «αντισυμμοριακή τους δράση», παρά το γεγονός πως η σχετική νομοθεσία του 1947 δεν περιλάμβανε απαλλακτικές πρόνοιες για εκείνους που είχαν εξοπλιστεί και συνεργαστεί με τους κατακτητές.

Η ανακοπή των επιβαλλόμενων ερήμην ποινών οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων στην επιβολή τουλάχιστον μικρότερων ποινών· μετά την ψήφιση του νόμου «περί μέτρων ειρηνεύσεως» το 1952 και τη συμβολή του Συμβουλίου Χαρίτων, καθώς και των βασιλικών διαταγμάτων εγκατέλειψαν τις φυλακές και οι τελευταίοι δωσίλογοι, παραμένοντας μέσα μόνο μερικές δεκάδες Σλαβοφώνων από περιοχές της Μακεδονίας.

Πάνω και σε αυτούς τους «ελεύθερους» πολίτες οικοδομήθηκε η μετεμφυλιακή κοινωνία των αποκλεισμών, την οποία συγκρότησαν μόνο τα «χρήσιμα σκεύη» της· παρά το γερμανικής προέλευσης «περιτύλιγμά» του αφέθηκε ελεύθερος το 1952 ένας κατάδικος, που στα χρόνια της Κατοχής είχε καταστεί με τους γερμανοντυμένους συμπολεμιστές του ο «φόβος και ο τρόμος» για τους αμάχους συμπατριώτες τους. Στις αποσκευές του είχε το σημείωμα του διευθυντή των φυλακών, όπου τον κατέτασσε στην πρώτη θέση των εθνικοφρόνων κρατουμένων «με γνήσια ελληνικά εθνικόφρονα αισθήματα» και μίσος για τον κομμουνισμό όσο κανείς άλλος. Παρείχε επομένως όλα τα εχέγγυα για να θεωρηθεί «χρήσιμο σκεύος εν τη ελευθέρα κοινωνία».

                                                                                            http://www.kathimerini.gr

Εμφύλιος Πόλεμος

bottom of page