Αμπελοκαλλιέργεια
Τα Μεροπαίικα αμπέλια βρίσκονταν κάτω από το χωριό, αλλά κοντά σε αυτό. Η ιδιομορφία αυτή πρέπει να έχει σχέση με το έδαφος. Πιο στεγνό, με αρκετό χαλίκι και αμμουδερά χώματα από τις προσχώσεις των ποταμών, είναι πιο κατάλληλο και τούτο ασφαλώς γιατί το φυτό είναι πιο ανθεκτικό από τη σταφίδα. Περισσότερο, όμως, γιατί χρονολογικά- ιστορικά τα αμπέλια έχουν προηγηθεί της σταφίδας.
Η αμπελοκαλλιέργεια δεν απασχολούσε πολύ τους καλλιεργητές γιατί ούτε τα στρέμματα ήταν πολλά, αλλά ούτε οι φροντίδες και οι εργασίες τόσες όσες της σταφίδας. Ωστόσο, ήθελαν και τ’ αμπέλια: το κλάδεμά τους, το σκάψιμο, το σκάλισμα, το ράντισμα, τα θειάφισμα (δε θέλουν χαράκωμα). Ίσως γιατί είναι πιο σκληρό φυτό από τη σταφίδα, ο αμπελουργός δεν έτρεμε γι’ αυτό, όσο για τη σταφίδα.
Τέλος, το αμπέλι δεν είχε τη λαχτάρα και τον κόπο της συγκομιδής που είχε η σταφίδα. Αντίθετα, η συγκομιδή του ήταν ένα πανηγύρι. Μια εύκολη, σύντομη, ευχάριστη εργασία.
Κατά τις αρχές και τα μέσα Σεπτέμβρη οι νοικοκυραίοι ετοίμαζαν τα βαρέλια τους: τα άδειαζαν από το υπόλοιπο της προηγούμενης χρονιάς, πέταγαν τα παλιά ρετσίνια, τα καθάριζαν, τα πήγαιναν στους μαστόρους για να τα ξύσουν και να σφίξουν τα στεφάνια τους κτλ. Τέλη Σεπτέμβρη, ή αρχές Οκτώβρη, άρχιζε ο τρύγος. Συνήθως γινόταν με «δανεικαριά», δηλαδή μαζεύονταν φίλοι και συγγενείς και τρυγούσαν μια- δυο μέρες στου ενός, κι έπειτα στου άλλου, και μετά στου άλλου κοκ. Μερικοί, βέβαια, έπαιρναν και εργάτες.
Τ’ αμπελοστάφυλα, όπως κόβονταν στο αμπέλι, ρίχνονταν κατευθείαν από τις «κόφες» στα «πούρια» που ήταν φορτωμένα πάνω στα ζώα (γαϊδούρια και άλογα), για να τα φέρουν στο σπίτι στον «λινό» ή πατητήρι. Τα παιδιά έβαζαν μπροστά τα ζώα και χαρούμενα πήγαιναν για το σπίτι, όπου εκεί τα περίμενε κάποιος- συνήθως ο αρχηγός της οικογένειας- για ν’ αδειάσει τα «πούρια» μέσα στο λινό. Ο λινός ήταν ή χτιστός, τσιμεντοστρωμένος τελείως από μέσα, ή ξύλινος, οπότε μεταφερόταν από σπίτι σε σπίτι (ο ξύλινος στηριζόταν σε τέσσερα πόδια).
Ο λινός, το πατητήρι, είναι ένα ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο χωρίς την επάνω του έδρα (ανοιχτό από επάνω). Έχει μία τρύπα στη βάση της μπροστινής όρθιας έδρας με ροή, για να βγαίνει ο μούστος και να χύνεται στα μεγάλα λεβέτια (καζάνια) που ήταν τοποθετημένα από κάτω. Από τα λεβέτια έπαιρνε ο νοικοκύρης με το «μπουγέλο» ή την «κάλπη» το μούστο και τον έριχνε στο βαρέλι που ήταν τοποθετημένο στην κανονική και οριστική θέση του, μέσα στο υπόγειο για να βράσει και να γίνει κρασί.
Πριν τελειώσουμε το κεφάλαιο αυτό, θεωρούμε απαραίτητο να αναφερθούμε σε δύο «πτυχές» ή εκδηλώσεις, που μας φανερώνουν τη γραφικότητα του τρύγου των αμπελιών:
Είναι το κουβάλημα των σταφυλιών με τα ζώα από το αμπέλι στο σπίτι- στο λινό. Εάν τρυγούσαν 10- 15 αμπελουργοί την ημέρα, με 2 ζώα ο καθένας, κάνοντας δέκα τουλάχιστον δρομολόγια από το αμπέλι στο σπίτι, μπορούμε να φανταστούμε την κίνηση και τη φασαρία. Εάν φανταστούμε και τα παιδιά να φωνάζουν, να χουγιάζουν ή να δέρνουν τα δύστυχα τα γαϊδούρια ή να τραγουδούν, κι ακόμη, εάν φανταστούμε και τ’ άλλα παιδιά, τα πιο πολλά του χωριού, να περιμένουν να περάσουν τα ζώα, για να ζητήσουν και στην ανάγκη για ν’ αρπάξουν σταφύλια, τότε θα έχουμε ολοζώντανη μπροστά μας την εικόνα του αμπελοτρυγητού. Τα σταφύλια ήταν ωραία, πολλοί τα λαχταρούσαν και σχετικώς εύκολα τα πρόσφεραν οι νοικοκυραίοι. Γι αυτό και δεν ήταν σπάνιο να βλέπει κανείς μεγάλες γυναίκες ή άντρες, να περιμένουν και να σταματούν τα ζώα με τα πούρια για να πάρουν μερικά σταφύλια για το σπίτι τους, όταν μάλιστα προέρχονταν από αμπέλι συγγενούς ή φίλου.
Δεύτερη όμορφη σκηνή ήταν στους λινούς με τα παιδιά, που πλατσούραγαν πατώντας με ιδιαίτερη ευχαρίστηση τα σταφύλια. Πατούσαν κι έτρωγαν, γλιστρούσαν κι έπεφταν και πασαλείφονταν. Χαίρονταν κι εκείνα τη συγκομιδή, όπως οι μεγάλοι, και έδιναν τη βοήθειά τους, όπως σε όλες τις δουλειές.
Όταν τελείωνε το πάτημα των σταφυλιών, περνούσε από κάθε λινό η «τσιφιλιά», ένα είδος χειροκίνητου πιεστηρίου για τα τσίπουρα. Τα τσίπουρα είχαν ακόμα αρκετό μούστο και δεν έπρεπε να πεταχτούν. Η τσιφιλιά ανήκει στην εκκλησιά και δούλευε για λογαριασμό της. Έβαζαν τα τσίπουρα μέσα στην τσιφιλιά και τα πίεζαν μέχρι τελείας αποστραγγίσεως κι έπειτα τα πετούσαν στα ζώα.
Έπειτα από όλη τη διαδικασία του πατητηριού, την αποθήκευση του μούστου στα βαρέλια για να βράσει και να του ρίξουν το ρετσίνι, ερχόταν η τελευταία φάση της κρασοπαραγωγής, η πιο γλυκιά για τα παιδιά: μια μικρή ποσότητα μούστου γινόταν πετιμέζι για να φάνε τα παιδιά και να γεμίσουν οι στάμνες για το χειμώνα. Τέλος, με μια μικρή ποσότητα μούστου, έφτιαχναν απαραίτητα την περίφημη μουσταλευριά. Με το σουσάμι, το καρύδι και την κανέλλα. Τα παιδιά δεν την χόρταιναν, αλλά και οι μεγάλοι δεν υστερούσαν, τόσο που πολλές φορές από λαιμαργία είχαμε και κοιλιακά επεισόδια για το λόγο αυτό.